Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Βενεζουέλα και σε όσα εκτυλίσσονται εκεί τα τελευταία χρόνια μέχρι πολύ πρόσφατα, κάναμε μια σύντομη αναδρομή στο πως έφτασε η χώρα από την πρώτη εποχή Τσάβες στον Μαδούρο και στην πρόσφατη κρίση με την αυτοανακήρυξη του προέδρου της εθνοσυνέλευσης Γκουαϊδό ως προέδρου, και την απόπειρα πραξικοπήματος για ανατροπή της κυβέρνησης Μαδούρο.
Πριν μερικές μέρες ο Χουάν Γκουαϊδό, αναγνωρισμένος ως προσωρινός πρόεδρος της Βενεζουέλας από καμία 50ριά χώρες, παραδέχτηκε μιλώντας στην Washington Post ότι υπολόγισε λάθος για την στήριξη του στρατού στην προσπάθεια ανατροπής του Μαδούρο.
Γιατί υπολόγισε λάθος ο Γκουαϊδό, και ποιες δυνάμεις είναι αυτές που στηρίζουν την παρούσα κυβέρνηση; Πόσο εύκολο είναι να ανατραπεί στρατιωτικά ο Μαδούρο και αν συμβεί αυτό τι θα γίνει στη συνέχεια; Τι ρόλο παίζουν οι παράγοντες Ρωσία και Κίνα;
Για τα παραπάνω θα προσπαθήσουμε και σήμερα να δώσουμε σημαντικές πληροφορίες ώστε να καταλάβουμε λίγο καλύτερα –τουλάχιστον όσοι διαβάσουν αυτό το κείμενο- την πολυπλοκότητα της κατάστασης και γιατί η κρίση στη Βενεζουέλα αποτελεί σημείο καμπής για τον νέο ψυχρό πόλεμο.
Οι Αμερικανοί θέλουν αλλαγή καθεστώτος στη Βενεζουέλα και τον έλεγχο του πετρελαίου της. Αυτό δεν είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα το έχουν πει οι ίδιοι και μάλιστα υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι.
Το σύστημα αυτό της δημιουργίας κρίσεων, πραξικοπημάτων η και εισβολών σε χώρες της Λ. Αμερικής ήταν μια πάγια τακτική των ΗΠΑ, η οποία έχασε λίγο το βηματισμό της την τελευταία 15ετία με την ανάδειξη προοδευτικών κυβερνήσεων που ήθελαν μια ανεξάρτητη πορεία για τις χώρες τους, μακριά από το δόγμα Μονρόε.
Το πρόβλημα για τις ΗΠΑ ήταν ότι οι κυβερνήσεις αυτές προέκυψαν μέσω εκλογών και με μεγάλη υποστήριξη του εκλογικού σώματος. Οι εποχές των πραξικοπημάτων είχαν περάσει και η μόνη λύση ήταν η δημιουργία και ενίσχυση φιλικών προς τις ΗΠΑ πολιτικών πόλων. Όπως για παράδειγμα στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στο Εκουαδόρ πρόσφατα σχετικά, χώρες στις οποίες επανήλθε το παραδοσιακό συντηρητικό κατεστημένο. Όχι όμως το ίδιο ακριβώς. Ένα νέο κύμα συντηρητικών ηγετών και κομμάτων που ανέβηκε στο άρμα της αναμενόμενης και φυσιολογικής φθοράς των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων.
Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει να το ακούν αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μέχρι πριν καμιά 20ριά χρόνια, οι κυβερνήσεις στη Λ. Αμερική άλλαζαν με πραξικοπήματα, ή με βία και νοθεία
Η Βολιβία μόνο, είχε καμιά 20ριά πραξικοπήματα. Αυτός ο άκομψος τρόπος των ΗΠΑ να βάζουν τις κυβερνήσεις που θέλουν στην Λ. Αμερική άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς και μια ανώριμη πολιτικά ήπειρο που σε πολλές περιπτώσεις η δυτικού τύπου δημοκρατία με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία «έπεφτε και πέφτει πολύ» γι αυτούς που θεωρούν εαυτούς "νόμιμους ιδιοκτήτες" των χωρών αυτών .
Αυτό επιδιώκουν και τώρα οι ΗΠΑ μόνο που αυτή τη φορά δεν γίνεται εύκολα. Η παλιά γνωστή συνταγή του «κάνουμε πραξικόπημα» δεν πιάνει στη Βενεζουέλα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να πιάσει κάποια στιγμή.
Γιατί ο στρατός στη Βενεζουέλα δεν έχει ανατρέψει ακόμη τον Μαδούρο παρά τα καλέσματα από μερίδα της αντιπολίτευσης και την πίεση που προφανώς υφίσταται από τις ΗΠΑ;
O ρόλος του στρατού
Ο Τσάβες και στη συνέχεια ο Μαδούρο, στα προηγούμενα χρόνια έδωσαν στο στρατό ενεργό ρόλο στην οικονομία της ώρας. Η κρατική πετρελαϊκή εταιρία PDVSA η οποία έχει ένα μερίδιο της τάξης του 95% στον προϋπολογισμό της χώρας, ελέγχεται και διοικείται από το στρατό, την Μπολιβαριανή Εθνοφυλακή, με επικεφαλής τον στρατηγό Μανουέλ Κεβέδο.
Τα ορυχεία που είναι επίσης μια επικερδής δραστηριότητα για τη χώρα καθώς διαθέτει από τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο σε βωξίτη, χρυσό και διαμάντια, επίσης έχουν τη σφραγίδα του στρατού και ελέγχονται από την Camimpeg, (Ανώνυνη Στρατιωτική Εταιρία Βιομηχανιών Ορυχείων, Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου) που δημιουργήθηκε το 2016 και έχει επικεφαλής τον στρατηγό Αλεξάντερ Κορνέλιο Ερνάντες Κιντάνα.
Η τρίτη σημαντική βιομηχανία της χώρας που είναι τα είδη διατροφής ελέγχεται από την Gran Misión de Abastecimiento Soberano, που δημιουργήθηκε πριν τρία χρόνια και έδωσε πλήρη έλεγχο στο στρατό από την παραγωγή μέχρι τη διάθεση και εμπορία των τροφίμων. Είναι τόσο σημαντικός αυτός ο τομέας για την κυβέρνηση Μαδούρο που το έλεγχο του έχει ο ίδιος ο υπουργός άμυνας Βλαντιμίρ, Παδρίνο Λόπες.
Στην περίπτωση των τροφίμων η παρέμβαση του στρατού κρίθηκε αναγκαία από την κυβέρνηση Μαδούρο καθώς στο πρόσφατο παρελθόν η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με εμπορικούς πολέμους και τεχνητές ελλείψεις από μεγάλες βιομηχανίες. Τα άδεια ράφια στα σούπερ μάρκετ είναι ο πρώτος λόγος για κοινωνική δυσφορία και εξέγερση.
Ο στρατός λοιπόν – ανεξάρτητα από το πόσο έμπειρος είναι να αναλάβει και ρόλο τεχνοκράτη – εμπλέκεται όλο και περισσότερο στον έλεγχο της οικονομίας. Περισσότεροι από 1000 στρατιωτικοί, εν ενεργεία και αποστρατευμένοι, έχουν αναλάβει δημόσια αξιώματα ή θέσεις σε δημόσιες επιχειρήσεις. Η μισθοδοσία τους αλλά και το συνταξιοδοτικό τους βασίζεται σε αυτή τη σχέση που σταθερά σφυρηλατήθηκε τα τελευταία χρόνια και καταλαβαίνει κανείς ότι δύσκολα θα παραδώσουν τον έλεγχο της τσέπης τους σε κάποιον που προτίθεται να δώσει τον έλεγχο της οικονομίας σε ιδιώτες και το πετρέλαιο στους Αμερικανούς.
‘Έτσι από το 1975 που υπήρχε μόνο μια επιχείρηση του στρατού η CAVIM ( Ανώνυμη εταιρία στρατιωτικών βιομηχανιών της Βενεζουέλας) φτάσαμε στο σήμερα με το στρατό να έχει 20 εταιρίες, από τον αγροτικό τομέα μέχρι την παραγωγή προϊόντων καθαριότητας.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον από πολλούς είναι αν μια μελλοντική κυβέρνηση στην Βενεζουέλα θα μπορούσε να πάρει την οικονομία από τα χέρια του στρατού και να την παραδώσει στους ιδιώτες και όσο ο Γκουαϊδό, και ο κάθε Γκουαϊδό (πολύ περισσότερο ο συγκεκριμένος που είναι άγνωστος, ανεπαρκής και επικεφαλής μιας μικρής ακραίας ομάδας της αντιπολίτευσης) δεν προσφέρει στους στρατηγούς ένα σχέδιο για το μέλλον, δύσκολα θα δούμε το στρατό να αποσύρει τη στήριξή του στον Μαδούρο.
Δεν είναι τυχαίο επομένως το γεγονός ότι τόσο ο Γκουαϊδό όσο και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επιχειρούν με μαστίγιο και καρότο να πείσουν τους στρατιωτικούς να αλλάξουν πλευρά στην κρίση της Βενεζουέλας και να ανατρέψουν τον Μαδούρο. Προς το παρόν ωστόσο το μόνο που έχουμε δει είναι το μαστίγιο των κυρώσεων κατά στρατιωτικών και κάποιες υποσχέσεις για ασυλία σε όσους αποσκιρτήσουν.
Σε ποιο σημείο έχει φτάσει ο οικονομικός πόλεμος
Την ίδια στιγμή η οικονομική κατάσταση στη χώρα γίνεται όλο και πιο δύσκολη όχι πλέον λόγω λαθών που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια στο παραγωγικό μοντέλο, αλλά λόγω των κυρώσεων και του αποκλεισμού που έχει επιβληθεί από το τραπεζικό σύστημα που εμποδίζει την εμπορία του πετρελαίου.
Υπενθυμίζουμε δύο πρόσφατες σχετικά έρευνες μια του Στρατηγικού Κέντρου Γεωπολιτικής της Λ. Αμερικής σύμφωνα με το οποίο οι κυρώσεις όπως το εμπάργκο στην πετρελαϊκή κρατική εταιρία PDVSA έχουν κοστίσει πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια και την μελέτη του Τζέφρι Σακς από το Κολούμπια που εκτιμάται ότι τουλάχιστον 40.000 Βενεζολάνοι έχουν χάσει τη ζωή τους λόγω των κυρώσεων που έχουν προκαλέσει ελλείψεις σε φάρμακα και τρόφιμα.
Ο οικονομικός πόλεμος έχει σαφή στόχο να αποδυναμώσει την κυβέρνηση Μαδούρο και να οδηγήσει σε πολιτική αλλαγή στη χώρα ωστόσο προς το παρόν πέραν το ότι προκαλεί ασφυξία και θύματα στη χώρα, δεν δείχνει να τον αποδυναμώνει. Υπάρχουν άλλωστε πολλά παραδείγματα, (Κούβα, Ιράν, Συρία πριν τον πόλεμο) που δείχνουν ότι τα εμπάργκο δεν αρκούν για ανατροπή κυβερνήσεων αν αυτές δράσουν γρήγορα και βρουν νέες αγορές και συμμαχίες.
Πέρα από τις κυρώσεις και τις απειλές των ΗΠΑ για κυρώσεις σε χώρες που θα εξακολουθήσουν να έχουν συναλλαγές με τη Βενεζουέλα είναι και το διεθνές τραπεζικό σύστημα που έχει μπει στο παιχνίδι ασκώντας στην ουσία πολιτική.
Συγκεκριμένα, μέχρι τις 30 Απριλίου 50 τράπεζες σε 17 χώρες κρατούσαν δεσμευμένα 5,47 δισεκατομμύρια δολάρια, έσοδα από το πετρέλαιο τα οποία η χώρα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για απολύτως νόμιμα, καθαρά χρήματα για πετρέλαιο που έχει πουληθεί και έχει φτάσει στον προορισμό του. Εννέα μόνο τράπεζες, σε ΗΠΑ, Βρετανία, Πορτογαλία, Βέλγιο και Γαλλία είχαν δεσμευμένα 4.8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Γιατί είναι δύσκολο η Βενεζουέλα να βρει άλλες αγορές;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολιτική. Γιατί στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν φιλίες παρά μόνο συμφέροντα. Οι επιλογές είναι περιορισμένες και επιπλέον όταν βρίσκεσαι σε ανάγκη είσαι υποχρεωμένος να δεχθείς χαμηλότερες τιμές για τα προϊόντα σου εν προκειμένω για το πετρέλαιο, ή να δώσεις άλλα ανταλλάγματα.
Από τη στιγμή μάλιστα που η Ουάσινγκτον επέβαλε κυρώσεις στην PDVSA και στις θυγατρικές στις ΗΠΑ, το πετρέλαιο που εξάγει η Βενεζουέλα θα πρέπει να πληρώνεται , με απόφαση της κυβέρνησης , προκαταβολικά κάτι το οποίο περιπλέκει πολύ τα πράγματα.
Στην ουσία οι ΗΠΑ δεν απαγόρευσαν την αγορά πετρελαίου από τη Βενεζουέλα μόνο που τα χρήματα δεν θα πηγαίνουν στη χώρα αλλά σε έναν ενδιάμεσο λογαριασμό στον όποια δεν θα έχει πρόσβαση η κυβέρνηση Μαδούρο. Οι αμερικανικές εταιρίες όμως σταδιακά θα σταματήσουν να αγοράζουν πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα καθώς δεν θέλουν να μπλέξουν με την κυβέρνηση Τραμπ και τις αποφάσεις τις όπως επίσης και οι τράπεζες που έκαναν μέχρι τώρα συναλλαγές με την κυβέρνηση Μαδούρο.
Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου της Βενεζουέλας. Πριν από 20 χρόνια περίπου, στις ΗΠΑ κατευθυνόταν το 80% της παραγωγής της χώρας, αλλά σήμερα έχει πέσει κάτω από το μισό. Το 2017 είχε πέσει στο 41% και αναμένεται να πέσει πολύ περισσότερο με τα τελευταία γεγονότα. Την ίδια στιγμή αυξάνονται τα ποσοστά της Κίνας και της Ινδίας που είναι οι δύο επόμενοι μεγαλύτεροι εισαγωγείς αλλά δεν αρκούν για να καλύψουν, προς το παρόν τουλάχιστον, το κενό που θα αφήσουν οι ΗΠΑ.
Η Ρωσία και το Ιράν δεν είναι χώρες που χρειάζονται πετρέλαιο γιατί έχουν το δικό τους ενώ στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική, οι κυβερνήσεις είναι εχθρικές προς τον Μαδούρο. Ακόμη όμως και αν υπάρξει πολιτική στροφή σε κάποιες χώρες και επανέλθουν φιλικά διακείμενες κυβερνήσεις όπως αναμένεται να γίνει σε Εκουαδόρ και Αργεντινή έχουν και αυτές το δικό τους πετρέλαιο και η οικονομική μεταξύ τους συνεργασία μπορεί να διευρυνθεί σε δευτερεύουσας σημασίας προϊόντα πέρα από την πολιτική στήριξη που θα μπορούσαν να παράσχουν στον Μαδούρο.
Κίνα - Ρωσία
Κίνα, Ρωσία και Βενεζουέλα έχουν πλέον και οι τρεις κάτι κοινό. Είναι και οι τρεις χώρες, με την Κίνα τελευταία, θύματα κυρώσεων από τις ΗΠΑ. Οι δύο υπερδυνάμεις όμως έχουν δουλειές και συμφέροντα για τα οποία θα προσπαθήσουν να προστατεύσουν τον Μαδούρο και αν όχι τον Μαδούρο ως πρόσωπο, το πολιτικό σύστημα που τους επιτρέπει να πατούν πόδι στη Λατινική Αμερική.
Εκτός από τα δάνεια που έχει δώσει η Ρωσία στη Βενεζουέλα, η Μόσχα διαθέτει ήδη σημαντικά ποσοστά σε πέντε πετρελαιοπηγές και συμβόλαια για 30 χρόνια σε δύο κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Καραϊβική. Επίσης έχει το 49,9% στην Citgo θυγατρική της PDVSA με έδρα τις ΗΠΑ, σε τρία διυλιστήρια και σε ένα μεγάλο δίκτυο αγωγών εντός της χώρας. Λίγο δύσκολο επομένως να αφήσουν οι Ρώσοι τόσα περιουσιακά στοιχεία τους στα χέρια του Γκουαϊδό αν δεν εξασφαλίσουν τη συνέχεια των επενδύσεών τους. Επιπλέον Ρώσοι σύμβουλοι βρίσκονται στη Βενεζουέλα εδώ και καιρό βοηθώντας τον Μαδούρο να αντιμετωπίσει την κρίση και ήταν αυτοί που τον συμβούλεψαν να δημιουργήσει το “Petro”, το κρυπτονόμισμα (κάτι ανάλογο του Bitcoin) για να παρακάμψει τις κυρώσεις στις πωλήσεις πετρελαίου.
Επιπλέον ο στρατός τη χώρας έχει εξοπλιστεί μέχρι τα δόντια με ρωσικά συστήματα που πληρώνονται με διανομές πετρελαίου σε πελάτες της Ρωσίας. Μετά την ανατροπή των σχεδίων των ΗΠΑ στη Συρία, η Ρωσία επιχειρεί και στη Λατινική Αμερική να υπονομεύσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή και να αποκτήσει διαπραγματευτική ισχύ που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για άλλα ανοιχτά ζητήματα (πχ Μέση Ανατολή, Ουκρανία).
Η Ρωσική Rosneft από το 2010 έχει επενδύσει στη Βενεζουέλα 9 δις δολάρια, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα είναι πελάτης για το 20% των εξαγωγών της Βενεζουέλας συνολικά σε πετρέλαιο και πρώτες ύλες. Πέρυσι ο Μαδούρο επισκέφθηκε την Κίνα και υπέγραψε άλλες 28 εμπορικές συμφωνίες.
Το χρέος της Βενεζουέλας προς την Ρωσία είναι περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια και προς την Κίνα 40 δις που σημαίνει ότι με αυτές τις υποχρεώσεις αλλά και τα συμφέροντα των Ρώσων στις επιχειρήσεις της Βενεζουέλας οι δύο υπερδυνάμεις είναι θέλοντας και μη μέρος του προβλήματος για την Ουάσιγκτον. Το τελευταίο που θα επιτρέψουν οι δύο υπερδυνάμεις θα ήταν να πεταχτούν έξω από τη χώρα εν μια νυκτί όπως συνέβη στη Λιβύη με την πτώση του Καντάφι.