Το Μαϊάμι σήμερα ωστόσο δεν θυμίζει το Μαϊάμι του «Σημαδεμένου» (η γνωστή ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα) με τους χιλιάδες αντικαθεστωτικούς που διαδηλώνουν σε κάθε ευκαιρία.
Η νέα γενιά των Κουβανο-Αμερικανών είναι λιγότερο συνδεδεμένη με την Κούβα απ ότι οι γονείς και οι παππούδες τους, είναι περισσότερο πραγματιστές και η πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι στο νησί, δεν είναι το μόνο που μετρά γι αυτούς όταν έρχεται η ώρα της κάλπης.
Η νέα γενιά είναι πολύ περισσότερο διαθετημένη να ρίξει λεφτά στο νησί και καλοβλέπει την ιδέα της επιστροφής για μπίζνες και για δεύτερο τόπο κατοικίας, με τα πλεονεκτήματα που δίνει το σκληρό νόμισμα στο πορτοφόλι της.
Οι περιορισμοί στα ταξίδια από τις ΗΠΑ όπως και στην αποστολή χρημάτων, έχουν χαλαρώσει με δύο νόμους το 2009 και το 2011 και αρκετό χρήμα έχει βρει το δρόμο του για επενδύσεις στην Κούβα κυρίως σε εστιατόρια και μικρά καταστήματα που τα λειτουργούν συγγενείς των Κουβανών του Μαϊάμι.
Οι νόμοι των ΗΠΑ και της Κούβα απαγορεύουν τα χρήματα που στέλνουν οι Αμερικανοκουβανοί να λογίζονται ή να χρησιμοποιούνται ως επενδύσεις - παρά το γεγονός ότι ατύπως αυτό γίνεται - αλλά πριν από δυο εβδομάδες το κοινοβούλιο της Κούβας ψήφισε ένα νόμο που για πρώτη φορά επιτρέπει στους Κουβανούς που ζουν στο εξωτερικό να επενδύσουν στο νησί επίσημα. Στόχος να μπαίνουν στο νησί 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Πρόκειται στην ουσία για έναν επενδυτικό νόμο ανάλογο με αυτούς που έχουν εφαρμόσει πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, ο οποίος προσφέρει γενναίες φοροαπαλλαγές για τα πρώτα οκτώ χρόνια της επένδυσης. Δίνει τη δυνατότητα ίδρυσης εταιριών πλήρως ελεγχόμενων από ξένους αν και τους επιβάλει να προσλαμβάνουν εργαζόμενους από τα επίσημα γραφεία εργασίας της Κούβας και με μισθούς που καθορίζει το κράτος.
Ο νέος νόμος είναι ένα σημείο καμπής για την Κούβα που κάνει ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς την ελεύθερη αγορά και αποκαλύπτει τα αδιέξοδα του συστήματος. Ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτει και την ακαμψία του αμερικανικού νόμου. Το εμπάργκο που φέτος κλείνει 53 χρόνια είναι πλέον ένα απολειφάδι του ψυχρού πολέμου που στερεί από τους Αμερικανοκουβανούς τη δυνατότητα να επενδύσουν στην "πατρίδα" και χάνουν συνεχώς έδαφος από Βραζιλιάνους, Κινέζους, Ρώσους και Ευρωπαίους.
Ίσως όταν οι ΗΠΑ αποφασίσουν τελικά να άρουν το εμπάργκο να έχε μείνει πλέον ελάχιστος χώρος για επενδύσεις.
Αρκετοί Κουβανοί του Μαιάμι έχουν παρακάμψει το εμπάργκο όπως για παράδειγμα ο Ούγκο Κάνσιο που έχει στήσει ένα ηλεκτρονικό περιοδικό το OnCuba που γράφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από Κουβανούς που ζουν στο νησί. Το πρόβλημα του είναι ότι δεν μπορεί -με νόμιμο τρόπο - να πληρώσει τους εργαζόμενούς του.
Πριν μια δεκαετία η υποστήριξη του εμπάργκο από τους Κουβανοαμερικανούς ήταν άνευ συζήτησης. Σήμερα όμως αυτό έχει αλλάξει. Το 60% των Κουβανοαμερικανών ψηφίσαν τον Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος σε δύο περιπτώσεις χαλάρωσε τους περιορισμούς και αν μπορούσε θα το χαλάρωνε ακόμη μπερισσότερο.
Το γεγονός αυτό και μόνο έχει εκτινάξει τον τουρισμό από τις ΗΠΑ προς την Κούβα τα τελευταία χρόνια ενώ σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη ο μέσος όρος των χρημάτων που ξοδεύει ο κάθε Αμερικανός τουρίστας στο νησί ξεπερνά τα 3.200 δολάρια.
Τον Νοέμβριο στις ενδιάμεσες εκλογές υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η Φλόριντα να εκλέξει κυβερνήτη τον Τσάρλι Κρίστ, πρώην ρεπουμπλικάνο και νυν δημοκρατικό που τάσσεται ανοιχτά υπέρ την άρσης του εμπάργκο. Αν συμβεί αυτό θα ενισχυθούν οι πιέσεις προς το λόμπι της Ουάσιγκτον που υποστηρίζει σθεναρά το εμπάργκο.
Το συγκεκριμένο λόμπι, αποτελεούμενο από μέλη της παλιάς φρουράς των Κουβανοαμερικανών δεν θέλει να ακούσει κουβέντα για άρση και τονίζει ότι κάθε επένδυση προς το νησί ενισχύει τα κρατικά μονοπώλια του Κάστρο και το ίδιο το σύστημα.
Από αυτή την οπτική γωνία είναι δύσκολο για τον Αμερικανό πρόεδρο να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με το Κουβανοαμερικανικό κατεστημένο στις ΗΠΑ. Αυτό που είναι σίγουρο όμως, είναι πως οι ημέρες του εμπάργκο είναι μετρημένες. Όχι μόνο γιατί αποτελεί ένα λείψανο του ψυχρού πολέμου αλλά και γιατί όπως δείχνουν τα πράγματα το καθεστώς στο νησί είμαι σήμερα πολύ πιο ώριμο να ανοίξει την πόρτα του στην ελεύθερη αγορά.
Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κύριακής 13-4-2014