Αραβική Άνοιξη, μέρος δεύτερο.Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων είναι μια τρανή απόδειξή ότι τίποτα δεν τελείωσε με την πτώση των δικτατόρων. Μετά την Αίγυπτο και τις πρόσφατες ταραχές που άφησαν πίσω τους τουλάχιστον 50 νεκρούς, σειρά πήρε τη Τυνησία, προς έκπληξη όσων περίμεναν ότι η χώρα είχε μπει σε μια ομαλή πορεία μετάβασης στη δημοκρατία.
Και μάλιστα η αναβίωση της επανάστασης γίνεται με τρόπο πολύ πιο εντυπωσιακό απ’ ότι στην Αίγυπτο. Με μια πολιτική δολοφονία.
Ο Τσόκρι Μπελάιντ, ήταν ηγετικό στέλεχος του Δημοκρατικού Πατριωτικού Κόμματος και από τους μεγαλύτερους επικριτές της κυβέρνησης συνασπισμού που ελέγχεται όμως από τους ισλαμιστές.
Ο Μπελάιντ δολοφολήθηκε έξω από το σπίτι του –είχαν προηγηθεί δεκάδες απειλές – και η οικογένειά του κατηγόρησε ανοιχτά τον ηγέτη του ισλαμικού κόμματος Ενάχντα, Ρασίντ Γκανούσι, ως πολιτικά υπεύθυνο για τη δολοφονία. Χιλιάδες νέοι βγήκαν και πάλι στους δρόμους της Τύνιδας και άλλων πόλεων επαναφέροντας το αίτημα της επανάστασης για δημοκρατία, συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις ασφαλείας, κατέλαβαν και μερικά αστυνομικά τμήματα, ενώ σε πολιτικό επίπεδο η κρίση που σοβούσε βάθυνε ακόμη περισσότερο με την αντιπολίτευση να αποχωρεί από την εθνοσυνέλευση.
Η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια και το ρήγμα που υπάρχει στο Εχάντνα το μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού.
Αμέσως μετά τη δολοφονία του Μπελάιντ, ο πρωθυπουργός της χώρας προερχόμενος από το Εχάντνα, Χαμαντί Τζεμπαλί ανακοίνωσε την διάλυση της Βουλής και της σύσταση κυβέρνησης εθνικής ενότητας από προσωπικότητες με σκοπό να πάει η χώρα το συντομότερο σε εκλογές. Η προσπάθεια του Τζεμαλί να αποκλιμακωθεί η κρίση δεν βρήκε ανταπόκριση καθώς το κόμμα του τον έκανε κυριολεκτικά ρεζίλι λέγοντας ότι δεν ρώτησε κανέναν και ότι η κυβέρνηση συνεχίζει ως έχει…
Αίγυπτος και Τυνησία έχουν κάτι κοινό. Και οι δύο χώρες βγήκαν από μια πολυετή δικτατορία και κατευθείαν απέκτησαν ισλαμικές κυβερνήσεις. Αυτή ήταν για πολλούς μια φυσική εξέλιξη καθώς οι ισλαμιστές μετά από χρόνια καταπίεσης και αποκλεισμού, ήταν και οι μόνοι που δεν είχαν λερώσει τα χέρια τους με βρώμικα χρήματα και δεν είχαν εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς.
Όμως και στις δύο περιπτώσεις οι ισλαμικές κυβερνήσεις μοιάζουν περισσότερο σαν μεταβατικές καθώς στην μεν Αίγυπτο η κυβέρνηση Μόρσι απέτυχε να χτίσει σχέση εμπιστοσύνης με το λαό ενώ στην Τυνησία το Εχάντνα έχτισε μεν γέφυρες με τα κοσμικά κόμματα κάνοντας μάλιστα και κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά απέτυχε να ελέγξει τους σαλαφιστές (φανατικούς μουσουμάνους).
Και στις δύο χώρες οι ισλαμικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν πλέον την αμφισβήτηση όχι μόνο των κοσμικών αλλά και των ίδιων των ψηφοφόρων τους που άλλα περίμεναν και άλλα βλέπουν να γίνονται.Η απώλεια ελέγχου των σαλαφιστών στην Τυνησία έχει δημιουργήσει ένα κλίμα τρομοκρατίας που έχει πάει τη χώρα πολλά χρόνια πίσω. Κινηματογράφοι, τηλεοπτικοί σταθμοί, γκαλερί και άλλοι χώροι τέχνης έχουν δεχθεί επιθέσεις από ομάδες φανατικών μουσουλμάνων οι οποίοι επίσης τρομοκρατούν αστυνομικούς και καθηγητές πανεπιστημίου, ενώ οι μειονότητες, ειδικότερα η εβραϊκή, εκφράζουν φόβους για την ασφάλειά τους. Η συναγωγή της Τύνιδας προστατεύεται από συρματοπλέγματα και φυλάσσεται νυχθημερόνΤυνησία και Αίγυπτος έχουν ένα κοινό ακόμη. Και οι δύο «πολιορκούνται» από το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση της Τυνησίας παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζει άμεσα θέμα χρηματοδότησης, αναζητά βοήθεια 1,78 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να εξασφαλίσει τη μακροοικονομική της σταθερότητα, καθώς το εμπορικό της έλλειμμα λόγω της κρίσης στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά 35%.
Κλιμάκιο του ΔΝΤ βρέθηκε στη χώρα από τις 15 Ιανουαρίου μέχρι την 1η Φεβρουαρίου και είχε επαφές με την κυβέρνηση, τα κόμματα, επιχειρηματίες την κεντρική τράπεζα και τα συνδικάτα αλλά αποφάσεις θα ληφθούν μάλλον από την επόμενη κυβέρνηση. Όπως στην Αίγυπτο έτσι και στην Τυνησία, η έλευση του ΔΝΤ δεν θα είναι εύκολη υπόθεση καθώς θα σημάνει την έναρξη σαρωτικών διαθρωτικών αλλαγών τον περιορισμό της κοινωνικής πολιτικής και τη μεγαλύτερη εξάρτηση τους από τις ΗΠΑ. Το αν η ήδη απογοητευμένη λαϊκή βάση στις δύο χώρες το αποδεχθεί θα φανεί στο άμεσο μέλλον, αλλά σίγουρα για τις δύο κυβερνήσεις αποτελεί ένα ακόμη σοβαρό ρίσκο.
Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 10-2-2013