Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ένα κομμάτι της ελληνικής μουσικής παράδοσης που επηρέασε όλη την λαϊκή μουσική στα χρόνια που το διαθέχθηκαν και συνεχίζει να την επηρεάζει. Η σειρά εκδηλώσεων «Διάλογοι» που διοργανώνει κάθε μήνα το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Μάρτιο ήταν αφιερωμένη στο ρεμπέτικο.
Για το λόγο αυτό οι «Διάλογοι» ταξίδεψαν στη Σύρο στη γενέτειρα του Μάρκου Βαμβακάρη όπου διοργανώθηκε η εκδήλωση στην παλιά Κλωστουφαντουργεία Γ. Ζησιμάτος και Υιος Ε.Ε. σε έναν χώρο διαμορφωμένο με τρόπο που θυμίζει τη Σύρο του μεσοπολέμου, εποχή που είναι συνυφασμένη με το ρεμπέτικο.
Μουσικοί, ακαδημαϊκοί και τεχνίτες μουσικών οργάνων συζήτησαν σε μια κατάμεστη αίθουσα για τις ρίζες και την επιρροή που άσκησε το ρεμπέτικο στην παγκόσμια μουσική σκηνή, την κοινωνιολογική του αξία, την αργοπορημένη απενοχοποίησή του, καθώς και τα πολιτισμικά στοιχεία που μετέφερε από άκρη σ’ άκρη του πλανήτη.
Στο πάνελ βρέθηκαν οι Δημήτρης Μυστακίδης, μουσικός, καθηγητής της Σχολής Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Γιώργος Κοκκώνης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών επίσης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων , Κάρολος Τσακιριάν, Οργανοποιός και η Τάνυα-Βεανούς Τσακιριάν επίσης Οργανοποιός.
Ο καθηγητής Δ. Μυστακίδης (τρίτος από αριστερά) με τους συνεργάτες του.
Μιλώντας για τον Μάρκο Βαμβακάρη ο κύριος Κοκκώνης τόνισε χαρακτηριστικά ότι «τα μουσικά βήματα του Μάρκου τον ακολουθούν στον Πειραιά. Δεν τα βρίσκει εκεί» και ο κύριος Μυστακίδης συμπλήρωσε ότι «έχουμε στοιχεία για τραγούδια τα οποία είχαν γραφτεί πολύ νωρίτερα, παίζονταν στην Σύρο και ο Μάρκος ερχόμενος στον Πειραιά τα κουβαλούσε ως ακούσματα μαζί του.»
Μιλώντας για τον ρόλο που έπαιξαν τα λιμάνια στην δημιουργία των ρεμπέτικων τραγουδιών, ο κύριος Κοκκώνης είπε ότι το χαρακτηριστικό αυτών των περιοχών ήταν πως «ήταν οικονομικές ζώνες με μεγάλη δραστηριότητα, εκεί δημιουργούνταν κέντρα διασκέδασης και όλα αυτά που βοηθούσαν τους άντρες, να αποφορτίσουν από την σκληρή δουλειά. Κακόφημα κέντρα διασκέδασης δημιουργούνταν, η πορνεία ήταν παρούσα, και τα λιμάνια έγιναν σταδιακά,» όπως λέει ο κύριος Κοκκώνης «το πρώτο κύτταρο της λαϊκής μουσικής». Εκεί δημιουργούνται και τα πρώτα κέντρα παραβατικότητας γι’ αυτό και κάποια στιγμή αργότερα γίνεται μία ταύτιση με το ρεμπέτικο.
Τα λιμάνια τόνισε ο κ Κοκκώνης είναι ο χώρος που ο μουσικός αποκτά και μια επαγγελματική σχέση με τη μουσική λόγω της οικονομικής ανάπτυξης αυτών των ζωνών.
Συνεχίζοντας την κουβέντα, το πάνελ συμφώνησε ότι δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί πότε ξεκίνησε το ρεμπέτικο τραγούδι, λέγοντας ότι υπήρχαν στα αστικά κέντρα ήδη τραγούδια αστικοποιημένης παραδοσιακής μουσικής και ο κύριος Κοκκώνης τόνισε ότι το 1874 υπήρχε στην Αθήνα «Καφέ Αμάν» δεν υπήρχε όμως τότε η δυνατότητα ηχογραφήσεων.
«Δεν έχουμε λοιπόν ηχητικά τεκμήρια έχουμε όμως γραπτές αναφορές ότι σε αυτά τα μέρη πήγαιναν και άνθρωποι της, εντός εισαγωγικών, καλής κοινωνίας.»
Η εμπορική επιτυχία που είχαν τα μουσικά όργανα με τα οποία παιζόταν το ρεμπέτικο τα καθιέρωσαν και έτσι σιγά-σιγά εξαφανίστηκαν τα παλιά όργανα όπως το σαντούρι και το βιολί.
Αναφερόμενοι στο θέμα της λογοκρισίας το πάνελ σημείωσε ότι η λογοκρισία εφαρμόστηκε το 1936 από τον Μεταξά όμως τονίστηκε πως η λογοκρισία ήταν κάτι το οποίο προετοιμαζόταν πολύ καιρό πριν στο δημόσιο λόγο. Το ρεμπέτικο είχε διάχυση σε μία εποχή που οι πολιτικές αρχές επένδυαν στο γρήγορο μετασχηματισμό της χώρας και το ρεμπέτικο λόγω αυτής της διάχυσης που είχε στα λαϊκά στρώματα αποτελούσε εμπόδιο.
«Από κει και πέρα οι καλλιτέχνες έβρισκαν τρόπο να αυτολογοκρίνονται κι όσοι δεν ήθελαν να λογοκριθούν εξαφανίστηκαν» σημείωσε ο κύριος Μυστακίδης.
Καταλήγοντας ο κ. Κοκκώνης είπε ότι «το μεγάλο αποτύπωμα της λογοκρισίας ήταν ότι έμαθε τον κόσμο να σκέφτεται αυτολογοκρινόμενος. Η λογοκρισία φώλιασε στο κεφάλι του δημιουργού και έτσι έγινε το σημαντικότερο αποτύπωμα που άφησε στον 20ό αιώνα.»
Το μουσικό σύνολο των μαθητών και καθηγητών της συριανής σχολής Εν Χορδαίς & Οργάνοις
Τέλος, για την απενοχοποίηση του ρεμπέτικου, αυτή ξεκινάει από τη δεκαετία του ’60, σημείωσαν οι ομιλητές, με τους νέους σύνθετες να βοηθούν σε μία αποκλιμάκωση της κακής φήμης που είχε το ρεμπέτικο. Αυτή η αποκλιμάκωση συνεχίστηκε με την μεταπολίτευση αλλά η πραγματική απενοχοποίηση του, έγινε με την είσοδο του στα πανεπιστήμια ως αντικείμενο έρευνας.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, μεταξύ άλλων, παρουσιάστηκε και το έργο του ερευνητή του ρεμπέτικου, Παναγιώτη Κουνάδη. Ο ίδιος το τελευταίο διάστημα, με την υποστήριξη του ΙΣΝ, εργάζεται πάνω στην ανάπτυξη Εικονικού Μουσείου για το ρεμπέτικο. Το έργο υλοποιείται με την ερευνητική υποστήριξη του Πανεπιστημίου Αιγαίου, το οποίο συμμετέχει με το Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων που εδρεύει στη Σύρο. Το Αρχείο Κουνάδη είναι ένα από τα καλύτερα οργανωμένα αρχεία αστικής λαϊκής μουσικής της περιόδου 1900-1960. Ιδρύθηκε το 2007 και περιλαμβάνει μία από τις πλουσιότερες συλλογές ρεμπέτικων μουσικών ηχογραφήσεων και χειρογράφων, αποτυπώνοντας τη ραγδαία εξέλιξη της δημιουργικής μουσικής σύνθεσης της εποχής, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Τη συζήτηση μεταξύ των ομιλητών και με το κοινό συντόνισε η δημοσιογράφος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του iMEdD, Άννα – Κύνθια Μπουσδούκου και μετά ακολούθησε ζωντανό μουσικό πρόγραμμα με τον Δημήτρη Μυστακίδη και τους συνεργάτες τους, αλλά και το μουσικό σύνολο των μαθητών και καθηγητών της συριανής σχολής Εν Χορδαίς & Οργάνοις (Η Μεγάλη του Μάρκου Σχολή).