Τα κείμενά μου σε αυτή την σελίδα δημοσιεύθηκαν (ή προορίζονταν για δημοσίευση) σε
εφημερίδες,  περιοδικά και διάφορες ιστοσελίδες. Δεν αντανακλούν πάντα
τις προσωπικές μου απόψεις αλλά θεωρώ ότι έχουν ενδιαφέρον.


Δευτέρα, 01 Μαρτίου 2010 02:00

Αγρο - ιμπεριαλισμός. Όταν ο αναπτυσσόμενος κόσμος τρέφει τις πλούσιες χώρες

Written by

Πριν από μερικούς μήνες ο καθηγητής Ρόμπερτ Ζάιγκλερ, επικεφαλής του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας Ρυζιού (ΙRRI), επισκέφτηκε τη Σαουδική Αραβία για συζητήσεις με την κυβέρνηση, αναφορικά με το ζήτημα της επάρκειας τροφίμων στη χώρα. Η Σαουδική Αραβία, πλούσια σε πετρέλαιο, εισάγει το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων που καταναλώνει καθώς δεν υπάρχει αρκετή γη για καλλιέργειες.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να καλύψει κανείς την επάρκεια σε τρόφιμα. Είτε αυξάνοντας την παραγωγή, είτε αυξάνοντας την καλλιεργούμενη γη. Ο Ζάιγκλερ ξέρει πολύ καλά πως λειτουργεί ο πρώτος τρόπος. Από την πράσινη επανάσταση της δεκαετίας του '60 μέχρι σήμερα, το IRRI έχει κάνει θαύματα για την αύξηση της παραγωγής ρυζιού και σήμερα μάλιστα διαθέτει στο συρτάρι του τουλάχιστον 20 πατέντες υβριδίων που περιμένουν έγκριση για να μπουν στην παραγωγή.
Προς έκπληξή του όμως, οι Σαουδάραβες φάνηκαν αποφασισμένοι να κινηθούν προς την δεύτερη λύση, αυξάνοντας τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Και επειδή δεν διαθέτουν γη κατάλληλη για εκμετάλλευση, θέλουν να ενοικιάσουν γη σε φτωχά αφρικανικά κράτη όπως το Μάλι, η Αιθιοπία, η Σενεγάλη και το Σουδάν, προκειμένου  να καλλιεργήσουν προϊόντα για λογαριασμό τους.
Ειρωνεία... Μια ήπειρος που δεν μπορεί να ταΐσει τον εαυτό της, θα ταΐζει στο εξής τις πλούσιες χώρες, σημείωναν σε πρόσφατο άρθρο τους οι New York Times.

Ο Οργανισμός  Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) έκρουσε πρόσφατα το καμπανάκι του συναγερμού σημειώνοντας ότι η επισιτιστική κρίση, η δημογραφική έκρηξη και η λειψυδρία, σε συνδυασμό με την έλλειψη καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αλλάζουν τον παγκόσμιο χάρτη και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες. Οι πλουσιότερες χώρες του πλανήτη αγοράζουν τεράστιες εκτάσεις γης στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, με σκοπό τη σίτιση ή την παραγωγή βιοκαυσίμων. Ο γενικός διευθυντής του FAO, Ζακ Ντιούφ, δεν δίστασε μάλιστα να μιλήσει ανοιχτά για μία νέα μορφή «αποικιοκρατίας» και προειδοποιεί ότι οι φτωχές χώρες, τρέφουν τις πλούσιες εις βάρος των τοπικών τους πληθυσμών που υποσιτίζονται.
Η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας που προαναφέραμε δεν είναι η μοναδική.
Τους τελευταίους μήνες κράτη όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ινδία αλλά και χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί και εταιρείες ιδιωτικών επενδύσεων επιδίδονται σε έναν πραγματικό αγώνα δρόμου για την αγορά ή την ενοικίαση γης. Τον «ασκό του Αιόλου» άνοιξε η πρόσφατη επισιτιστική κρίση που εκτόξευσε στα ύψη την τιμή των τροφίμων και άνοιξε ένα νέο δρόμο κυρίως προς τη «Μαύρη Ήπειρο», σχολίαζε πρόσφατα  η βρετανική εφημερίδα Guardian.

Σήμερα ολοένα και περισσότερες χώρες αναζητούν εναγωνίως καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να θρέψουν τους κατοίκους τους. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό; Η οικονομική και η δημογραφική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την έλλειψη γης και υδάτινων πόρων έχουν δημιουργήσει μία κρίση άνευ προηγουμένου σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και η Νότια Κορέα. Όλες τους εισάγουν τρόφιμα. Και όλες επηρεάστηκαν βαθειά από τη διατροφική κρίση. «Όχι μόνο λόγω  της κατακόρυφης αύξησης στην τιμή των προϊόντων, αλλά και λόγω των αυστηρών κανόνων που έθεσαν οι χώρες-παραγωγοί για να περιορίσουν τις εξαγωγές τους» εξηγεί στην ισπανική εφημερίδα El Pais ο Ντέιβιντ Αλάμ, υπεύθυνος εμπορικής πολιτικής του F.A.O. Η απόφαση χωρών, όπως η Αργεντινή, η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ, να περιορίσουν τις εξαγωγές δημητριακών και ρυζιού -λόγω δικών τους ελλείψεων- επιδείνωσε την κατάσταση.
O αριθμός των υποσιτιζόμενων στον κόσμο άγγιξε στο τέλος του 2007 τα 963 εκατομμύρια και οι ειδικοί εκτιμούν μάλιστα ότι μέχρι το 2050 η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να διπλασιαστεί για να ικανοποιήσει τις επισιτιστικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το 2050 θα ζουν στον πλανήτη 9,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι και στην επόμενη εικοσαετία οι ανάγκες σε τρόφιμα θα αυξηθούν κατά 50%. Και τα τρόφιμα είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος καθώς οικονομίες που αναπτύσσονται ραγδαία, αναζητούν γη για κτηνοτροφία και για καλλιέργειες που προορίζονται για βιοκαύσιμα.
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη «δίψα» των αναπτυσσόμενων χωρών για χρήματα, επενδυτές και πρόσβαση στην τεχνολογία, οδήγησαν σε ένα ριψοκίνδυνο -σύμφωνα με πολλούς- εμπόριο γης.

Πρωτοστατούν οι Κινέζοι

Η συνολική έκταση γης που έχει περάσει σε χέρια ξένων επενδυτών ή χωρών, είναι δύσκολο να υπολογιστεί αλλά σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο του Όκλαντ, από το 2008 έχουν καταγραφεί περισσότερα από 180 συμβόλαια παραχώρησης εκτάσεων , κυρίως στην Αφρική. Η Κίνα είναι από τις χώρες που ακολουθούν την πιο επιθετική πολιτική στην απόκτηση γης. Η είσοδος της Κίνας στην Αφρικανική ήπειρο έχει ξεκινήσει με ταχείς ρυθμούς εδώ και μία δεκαετία και φυσικά όχι μόνο στον αγροτικό τομέα. Η Κίνα έχει μπει πολύ δυνατά στις υποδομές αναλαμβάνοντας μεγάλα συμβόλαια σε χώρες της κεντρικής Αφρικής, στο πετρέλαιο αλλά και στα εξοπλιστικά. Η επιθετική αυτή πολιτική έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα τη Δύση που βλέπει το Πεκίνο να αλλάζει τον γεωπολιτικό χάρτη καταλαμβάνοντας θέσεις σε μια παρθένα ήπειρο και να ασκεί μεγάλη πολιτική επιρροή. Αρκεί να αναφερθεί χαρακτηριστικά, ότι η Κίνα αποτελεί τον κύριο ανασταλτικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του εμφυλίου στο Σουδάν και συγκεκριμένα στο Νταρφούρ καθώς το Πεκίνο προμηθεύει με οπλικά συστήματα την κυβέρνηση της χώρας και έχει ανοιχτά πολλά συμβόλαια στον κατασκευαστικό τομέα.
Ο αγροιμπεριαλισμός είναι το επόμενο στάδιο και είναι σχεδόν σίγουρο ότι στα χρόνια που ακολουθούν οι Κινέζοι θα επιχειρήσουν πολύ πιο δυναμική επέκταση εκμεταλλευόμενοι- όπου βρουν αδύναμες κυβερνήσεις- τα τεράστια αποθεματικά τους. Κι αυτό γιατί η χώρα έχει το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ενώ μόνο το 9% της κινεζικής γης είναι καλλιεργήσιμη. Πρόσφατα η Κίνα αγόρασε πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα γης στη Ζιμπάμπουε. Εξέλιξη η οποία σαφώς θα μπορούσε να έχει αν όχι αποτραπεί, τουλάχιστον περιοριστεί αν η Δύση είχε καταφέρει να βρει ένα modus operandi με τον ηγέτη της αφρικανικής χώρας Ρόμπερτ Μπουγκάμπε, τον οποίο προτίμησε να περιθωριοποιήσει. Για την Κίνα ο αγροϊμπεριαλισμός εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιο πραγματικής αποίκησης της Αφρικής. Σε ένα πρόσφατο αποκαλυπτικό άρθρο της, η London Evening Standard, αναφέρει ότι η Κίνα βλέπει την Αφρική σαν μελλοντικό δορυφόρο της. Ήδη 700.000 Κινέζοι έχουν μεταναστεύσει στη αφρικανική ήπειρο και το σχέδιο του Πεκίνου προβλέπει μελλοντικά την μετανάστευση 300 εκατομμυρίων σαν μοναδική λύση για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του υπερπληθυσμού και της μόλυνσης. Μετανάστευση που θα μπορούσε απλά να χαρακτηριστεί και ως μετακίνηση εργατικού δυναμικού.  Η απόκτηση γης είναι για αυτό το λόγο απαραίτητη. Όπως αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμα του ο Guardian, τα τελευταία πέντε χρόνια οι Κινέζοι έχουν αποκτήσει 25 εκατομμύρια στρέμματα γης σε πέντε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής με κόστος ενοικίασης που πλησιάζει το ένα δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Σαουδική Αραβία είναι όπως προαναφέραμε ένας από τους πιο επιθετικούς αγοραστές γης. Πριν από λίγο καιρό ο βασιλιάς της χώρας παρέστη στην τελετή για την πρώτη παρτίδα ρυζιού που εισήγαγε η Σαουδική Αραβία από την εξουθενωμένη από την πείνα Αιθιοπία.  Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό Spiegel, η  κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας δαπανά 800 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για να δώσει κίνητρα σε ξένες εταιρίες να καλλιεργήσουν τα προϊόντα που αυτή χρειάζεται.
Ο κατάλογος με του σύγχρονους «κονκισταδόρες» είναι μεγάλος. Στην τελευταία του έκθεση το IFPRI (International Food Policy Research Institute) αναφέρει συγκεκριμένα ότι από το 2006,  η βρετανική εταιρία Lonrho έχει δεσμεύσει 250.000 στρέμματα για την παραγωγή ρυζιού στην Αγκόλα, η Κίνα 28 εκατομμύρια στρέμματα στη Δημοκρατία του Κονγκό για φοινικόδεντρα που προορίζονται για παραγωγή βιοκαυσίμων και το Κατάρ 200.000 στρέμματα για την παραγωγή φρούτων και λαχανικών στην Κένυα.
Η κυβέρνηση του Σουδάν έχει νοικιάσει μέχρι στιγμής 15 εκατομμύρια στρέμματα σε χώρες του Κόλπου την Αίγυπτο και την Νότια Κορέα για 99 χρόνια. το παράδοξο είναι ότι το Σουδάν είναι από τις χώρες που δέχονται τη μεγαλύτερη βοήθεια σε τρόφιμα από το εξωτερικό και η επιβίωση 5,9 εκατομμυρίων πολιτών του εξαρτάται από τα επισιτιστικά προγράμματα του ΟΗΕ.  
Το Κουβέιτ έχει ενοικιάσει 1,3 εκατομμύρια στρέμματα στην Καμπότζη, η Αίγυπτος βρίσκεται σε συζητήσεις για την ενοικίαση 8,4 εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Ουγκάντα και η κυβέρνηση του Κονγκό προσφέρεται να παραχωρήσει 100 εκατομμύρια στρέμματα στη Νότιο Αφρική.

Η Ινδία έχει μεπι πού δυνατά στο παιχνίδι των αγροτικών επενδύσεων. Σαράντα χρόνια μετά την πράσινη επανάσταση που με επιτυχία εφάρμοσε η τότε πρωθυπουργός της χώρας Ίντιρα Γκάντι, η Ινδία αντιμετωπίζει προβλήματα στην επάρκεια τροφίμων τα οποία γίνονται εντονότερα όσο η χώρα αναπτύσσεται. Η ραγδαία ανάπτυξη της Ινδίας τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει μια νέα αστική τάξη που ζητεί να καταναλώσει όλο και περισσότερα ενώ την ίδια στιγμή ο αγροτικός πληθυσμός μειώνεται διαρκώς. Κύρια χώρα στόχος για τους Ινδούς είναι η Αιθιοπία όπου μέχρι στιγμής έχουν επενδύσει 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρία Karuturi εκμεταλλεύεται περισσότερα από 3 εκατομμύρια στρέμματα στη χώρα για διάφορες καλλιέργειες. Η προοπτικές κερδών είναι τόσο μεγάλες που ο πρόεδρος της εταιρίας Σαί Καρουτούρι, δήλωσε στον Guardian ότι σκοπεύει να επενδύσει σύντομα άλλο ένα δισεκατομμύρια δολάρια.

Προς το παρόν «οι μπίζνες» αυτές  χαροποιούν τις κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών και γίνονται δεκτές χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από τον τοπικό πληθυσμό. Δημιουργούν θέσεις εργασίας και «ανακουφίζουν» τις τοπικές οικονομίες, σε μία περίοδο κρίσης. Βέβαια οι θέσεις εργασίας αφορούν λιγότερο τις περιοχές όπου δραστηριοποιείται η Κίνα καθώς οι Κινέζει εισάγουν εργατικό δυναμικό.
Το Βιετνάμ είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Μάλιστα Βιετνάμ και Ινδονησία ήταν οι δύο χώρες που αντιστάθηκαν περισσότερο στην συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Κίνας και των χωρών τους ASEAN (νοτιοανατολικής Ασίας), η οποία τέθηκε σε ισχύ από την 1η  Ιανουαρίου, προβάλλοντας πέρα από την επίπτωση που θα έχει η συγκεκριμένη συμφωνία σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, την αθρόα εισροή κινεζικού εργατικού δυναμικού.
Πίσω από τα βραχυπρόθεσμα οφέλη εγκυμονούν κίνδυνοι. Η «εκχώρηση γης σε οποιονδήποτε πληρώνει» είναι πιθανόν να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης μεταξύ κρατών ή ακόμη και εστίες έντασης εξαιτίας του ελέγχου φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Γιατί να μην αξιοποιηθούν οι εκτάσεις αυτές για να χορτάσουν τα εκατομμύρια των υποσιτιζόμενων στις συγκεκριμένες χώρες, αναρωτούνται ανθρωπιστικές οργανώσεις;  Πληθυσμοί αυτοχθόνων εκδιώκονται από τις εστίες τους. Τεράστιες εκτάσεις γης αφαιρούνται από τους μικροκαλλιεργητές και μετατρέπονται σε «βιομηχανίες παραγωγής». Η εντατικοποίηση της παραγωγής σημαίνει περισσότερα ζιζανιοκτόνα, περισσότερα χημικά και λιπάσματα και άρα επιδείνωση της περιβαλλοντικής κρίσης.

Έργα υποδομής

Από την άλλη οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών ισχυρίζονται ότι οι ξένες εταιρίες φέρνουν μαζί τους τεχνογνωσία ενώ κατασκευάζουν έργα υποδομής τα οποία με τη σειρά του δημιουργούν θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη. Η κυβέρνηση της Αιθιοπίας ισχυρίζεται ότι η συμφωνίες με τους Ινδούς είναι ιδιαίτερα συμφέρουσες καθώς 600 από τα 740 εκατομμύρια στρέμματα εν δυνάμει καλλιεργήσιμης γης, παραμένουν ακαλλιέργητα.
Ωστόσο τα κέρδη μόνο με ψίχουλα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ειδικά για χώρες που υποφέρουν από την πείνα. Για παράδειγμα η Karuturi για τα επόμενα έξι χρόνια πληρώνει ενοίκιο στο κράτος ένα ευρώ το στρέμμα! ενώ σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας το ενοίκιο πέφτει μέχρι και 10 λεπτά του ευρώ το στρέμμα.
Όσο για τα έργα υποδομής αυτά είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα γίνουν με γνώμονα το συμφέρον των εταιριών και όχι με βάση τις κύριες ανάγκες του τοπικού πληθυσμού.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται φέρνοντας ως παράδειγμα τη Λατινική Αμερική στις αρχές περασμένου αιώνα όπου μεγάλες εκτάσεις ελέγχονταν από αμερικανικές εταιρίες, όπως τη United Fruit Company. Τα έργα υποδομής κατασκευάζονταν για να εξυπηρετήσουν το δίκτυο των συγκεκριμένων εταιριών ενώ πέρα από την οικονομική τους δύναμη ασκούσαν για χρόνια τεράστια πολιτική επιρροή. Δεν θα πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να υποτιμήσουμε την βελτίωση της ζωής αρκετών ανθρώπων στον τρίτο κόσμο που είτε θα βρουν δουλειά είτε ευκολότερη πρόσβαση σε τρόφιμα. Όπως λέει όμως και ο  Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στο τελευταίο του βιβλίο, «Η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης», η βελτίωση αυτή είναι το ακούσιο αποτέλεσμα, της δράσης άψυχων πολυεθνικών που δεν θα γίνουν από τη μία στιγμή στην άλλη κοινωνικά ευαίσθητες.
Η πρακτική της αγοράς και ενοικίασης γης δημιουργεί πολιτικές εξαρτήσεις που μπορεί να αποδειχτούν πολύ επικίνδυνες μελλοντικά, σημειώνει το Spiegel. Τι θα συμβεί για παράδειγμα αν η Σαουδική Αραβία αποκτήσει δικαιώματα στο μεγαλύτερο μέρος του Πουντζάμπ στο Πακιστάν, ή η Ρωσία στην Ουκρανία; Η συμφωνία θα πηγαίνει καλά όσο θα υπάρχουν καλές πολιτικές σχέσεις και όσο ο τοπικός πληθυσμός θα έχει επάρκεια τροφίμων και ικανοποιητική αγοραστική δύναμη. Αν όμως η κατάσταση σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο χειροτερέψει πως θα εξελιχθούν οι συγκεκριμένες επενδύσεις: Θα περιφράξει για παράδειγμα η Ρωσία τις εκτάσεις τις στην Ουκρανία με συρματοπλέγματα; Ή οι πεινασμένοι της Μαδαγασκάρης θα βλέπουν τα κορεάτικα πλοία να φεύγουν από τα λιμάνια γεμάτα τρόφιμα και θα καθίσουν με σταυρωμένα χέρια.

Το «άνισο παιχνίδι» της αγοράς γης σε φτωχές χώρες δεν πρόκειται να σταματήσει άμεσα. Οι μελλοντικές του συνέπειές είναι άγνωστες. Το μόνο που μπορεί να αλλάξει είναι η νοοτροπία και των δύο πλευρών, υπογραμμίζουν οι ειδικοί. Οι χώρες που εισάγουν τρόφιμα πρέπει να αναρωτηθούν εάν η απόκτηση γης εκτός συνόρων είναι όντως απαραίτητη, καθώς υπάρχουν και άλλες δυνατότητες, όπως η υπογραφή ισότιμων συμφωνιών ή η δημιουργία κοινών, διακρατικών επιχειρήσεων. Και οι χώρες που εξάγουν πρέπει να διασφαλίσουν από την πλευρά τους ότι οι συμφωνίες που υπογράφουν είναι πράγματι συμφωνίες ανάμεσα σε «ισότιμους εταίρους»…

Η κορεατική Daewoo και η συμφωνία της Μαδαγασκάρης

Τα διακρατικά συμβόλαια για τη μεταβίβαση γης δίνουν και παίρνουν και η μυστικοπάθειά επίσης, όπως επισημαίνουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Σύμφωνα με την οργάνωση Grain η οποία αγωνίζεται για τη διατήρηση και την προστασία της βιοποικιλότητας, αυτή τη στιγμή μόνο εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε για το σύνολο των εκτάσεων που έχουν περιέλθει σε ξένους επενδυτές. Τα μεγέθη πάντως είναι τεράστια.
Η περίπτωση της Daewoo Logistics είναι ενδεικτική. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σχέδιο εκμετάλλευσης καλλιεργειών από μια χώρα στο έδαφος άλλης. Στα μέσα Νοεμβρίου  ο νοτιοκορεατικός κολοσσός ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να νοικιάσει για 100 χρόνια δέκα εκατομμύρια στρέμματα γης στη Μαδαγασκάρη, δηλαδή τις μισές σχεδόν καλλιεργήσιμες εκτάσεις της χώρας για την παραγωγή καλαμποκιού και φοινικέλαιου.
Στη Μαδαγασκάρη σημειωτέον, το 70% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και τουλάχιστον μισό εκατομμύριο άνθρωποι λαμβάνουν βοήθεια από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ. Η συμφωνία «κλείδωσε» χωρίς να μελετηθούν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και το μέλλον της νομαδικής φυλής Σακαλάβα. Οι ακριβείς όροι της δεν δημοσιοποιήθηκαν, ωστόσο οι οργισμένες αντιδράσεις που προκάλεσε δημιουργούν αμφιβολίες για την τελική υλοποίησή της.

Οι εισαγωγές τροφίμων από την Κίνα δεν αποτελούν προς το παρόν πρόβλημα

Μπορεί οι εξαγωγές τις Κίνας να κάνουν θραύση και να έχουν κατακλίσει τις αγορές, στον κλάδο των τροφίμων ωστόσο βρίσκεται ακόμη πίσω. Κι αυτό γιατί όπως προαναφέραμε κύριο μέλημα του Πεκίνου είναι η κάλυψη των εγχώριων αναγκών τις οποίες με δυσκολία καλύπτει και γι αυτό αγοράζει γη όπου βρει.
Για τα προϊόντα του ελληνικού αγροτικού τομέα, η χώρα του «Κόκκινου Δράκου» -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν μοιάζει να συνιστά κίνδυνο, αν και δεν λείπουν οι περιπτώσεις εισαγωγής κινέζικων προϊόντων, όπως κάστανων, σκόρδων ή άλλων τροφίμων, τα οποία, μάλιστα, αφθονούν στην ελληνική γη.
«Πρόκειται για μικρούς όγκους ακόμη, και θα λέγαμε ότι πραγματικά δεν απειλούν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα ή τρόφιμα» εξηγεί ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδας, Βασίλης Θωμαϊδης, βάσει στατιστικών δεδομένων της Eurostat που έχει επεξεργαστεί το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του ΣΕΒΕ. Το ό,τι βέβαια δεν υπάρχει πρόβλημα για την ώρα, δεν σημαίνει ότι αυτό θα συνεχίζεται ες αεί. «Θα βρεθούμε μπροστά στον κινέζικο ανταγωνισμό αν αρχίσουμε να καλλιεργούμε προϊόντα που έχουν κι εκείνοι σε μεγάλες εκτάσεις» προειδοποιεί ο κ. Θωμαϊδης και αναφέρεται επί της ουσίας σε καλλιέργειες που στήνονται άναρχα, χωρίς στρατηγική –απλώς γιατί ο γείτονας που το έπραξε ενίσχυσε δραστικά το εισόδημά του -και χωρίς τοπική ταυτότητα, που θα τους έδινε το ξεχωριστό, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι παραγωγών άλλων χωρών. Όσο καλά και αν είναι τα ελληνικά προϊόντα  δεν θα αντέξουν τον ανταγωνισμό από τα κινεζικά που θα έχουν παραχθεί με ελάχιστο κόστος σε κάποια αφρικανική χώρα.

Η ελληνική επέκταση στα Βαλκάνια

Ο ελληνικός επιχειρηματικός «ιμπεριαλισμός», σε ό,τι αφορά ειδικά στον αγροτοδιατροφικό τομέα, βρήκε το δικό του «Ελντοράντο» σε γειτονικές βαλκανικές χώρες. Αν και τα Βαλκάνια αποτελούν πλέον μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χώρα μας δεν έχει γεωπολιτικά συμφέροντα, τέτοιου είδους οικονομικές σχέσεις ενισχύουν τους διπλωματικούς δεσμούς μεταξύ των χωρών και ίσως στο μέλλον καταφέρουν κάποτε τα Βαλκάνια να γίνουν μια περιφερειακή πολιτική και οικονομική  δύναμη με μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ στα διεθνή όργανα.  Οι πρώτες κινήσεις άρχισαν να εκδηλώνονται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά ήταν σποραδικές, εξαιτίας του θολού θεσμικού τοπίου, που ίσχυε στις συγκεκριμένες αγορές, και του πρώιμου της διαδικασίας μετάβασής τους προς την οικονομία της Δύσης, που δεν εξασφάλιζε όρους και προϋποθέσεις απόλυτης ασφάλειας στον επενδυτή.
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, οι «παιδικές ασθένειες» εν πολλοίς εξαλείφθηκαν και από το 2000 και μετά –με το boom να προσδιορίζεται κάπου στα μέσα της δεκαετίας- καταγράφηκε ένα «κύμα» ενδιαφέροντος για απόκτηση γης, με τον προσανατολισμό να στρέφεται κυρίως προς τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, που είχαν «σφραγίσει διαβατήριο», για την είσοδό τους από την 1η Ιανουαρίου του 2007 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης πέρασαν στα χέρια Ελλήνων αγροτών – επιχειρηματιών, που βρήκαν διέξοδο από την αβεβαιότητα της εγχώριας γεωργίας, βόρεια των συνόρων, κι έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία. Η παραφιλολογία εκείνης της περιόδου, μάλιστα, αναφέρει ότι εκτός από τους αγρότες, αυτή την ευκαιρία εκμεταλλεύτηκαν ακόμη και πολιτικοί.
Την εποχή εκείνη η αγορά γης στις δύο γειτονικές χώρες κόστιζε όσο το ενοίκιο αντίστοιχων εκτάσεων στην Ελλάδα. Δεν ήταν όμως, το μοναδικό πλεονέκτημα. Τα υλικά, επίσης, ήταν (και είναι) φθηνότερα, το εργατικό κόστος (τότε) υποδεκαπλάσιο και οι αγορές για τη διάθεση του προϊόντος τουλάχιστον στην περίπτωση της Ρουμανίας, σχεδόν διπλάσια από την ελληνική, στην οποία κατά τεκμήριο απευθύνεται η εγχώρια παραγωγή.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αγροτών  – επιχειρηματιών που προχώρησαν σε μια τέτοια κίνηση είχε σημείο αναφοράς στις Σέρρες. Οι Γιώργος και Γιάννης Παναγής, έπειτα από δεκάδες ταξίδια στη Ρουμανία συνεχές ψάξιμο, επαφές με φερέγγυους και μη, πωλητές και μεσάζοντες, αγόρασαν 7.800 στρέμματα γης στην περιοχή της Σλομποζίας, η οποία είναι στη νοτιοανατολική Ρουμανία. Τα πρώτα χωράφια αποκτήθηκαν το 2003 με τιμή… ενοικίου, έναντι μόλις 15-17 ευρώ το στρέμμα, και το μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης έναντι τιμής 30 ευρώ. Ανάλογη τακτική ακολούθησαν και άλλοι αποκτώντας χιλιάδες στρέμματα γης, πολλά εκ των οποίων, αργότερα, τα πούλησαν σε άλλους επενδυτές από άλλες χώρες, αποκομίζοντας μεγάλες υπεραξίες.
Σε μικρότερη κλίμακα –λόγω της μορφολογίας του εδάφους, καθώς των διαθέσιμων προς πώληση εκτάσεων- το φαινόμενο εκδηλώθηκε και στη Βουλγαρία όπου έσπευσαν Έλληνες αγρότες, κι όχι μόνο, να αγοράσουν κομμάτια γης. Μεταξύ αυτών Κώστας Αναστασίου από το Δρυμώνα Αλμυρού Μαγνησίας, ο οποίος απέκτησε 1.500 στρέμματα (με τιμή που ξεκινούσε τα 25 ευρώ, ανά στρέμμα κι έφθανε ως τα 50 ευρώ το στρέμμα) και ενοικίασε άλλα 4.500 στρέμματα γης στα κεντρικά και στα νότια της χώρας. Σ΄ αυτά δημιούργησε μια πρότυπη μονάδα βιολογικής γεωργίας παράγοντας σιτάρι, κριθάρι και κτηνοτροφικά μπιζέλια με το σύνολο της παραγωγής να διατίθεται στην ελληνική αγορά. Ο Θανάσης Νασίκας, ο γνωστός αγροτοσυνδικαλιστής δήλωνε τον Νοέμβρη του 2008 σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ ότι είχε αγοράσει για τον ίδιο εκτάσεις γης κοντά στο Βουκουρέστι, καθώς και για λογαριασμό "φτωχοαγροτών από τη Λάρισα και από την Τύρναβο"
Εκτός από φυσικά πρόσωπα, στη γειτονική χώρα πολύ σοβαρή παρουσία στο συγκεκριμένο κομμάτι έχει αναπτύξει και η γενική τροφίμων του ομίλου Vivartia η οποία έχει δημιουργήσει παραγωγική μονάδα μεταποίησης αγροτικών προϊόντων για την εμπορία κατεψυγμένων λαχανικών και για το σκοπό αυτό συνεργάζεται με ντόπιους παραγωγούς. Μικρότερης κλίμακας επενδύσεις στον κλάδο των τροφίμων γενικότερα, έχουν γίνει και από δεκάδες άλλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Υπήρξαν, πάντως και περιπτώσεις κατά τις οποίες δεκάδες αγρότες από τη Βόρεια Ελλάδα που έχουν επιχειρήσει κάτι ανάλογο στη Βουλγαρία, έκαναν τελικά πίσω μπροστά στις δυσκολίες που τους δημιούργησε το αφιλόξενο επενδυτικό κλίμα στη γειτονική χώρα, και μιλούν για έλλειψη βασικών θεσμών που αφήνει πεδίο δράσης στα κυκλώματα της μαφίας.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Τρόφιμα και Ποτά, τον Μάρτιο του 2010

Read 1600 times