Το μήνυμα Πούτιν προς τη Δύση είναι σαφές. «Αν δεν με θέλετε εσείς υπάρχουν άλλοι που με θέλουν και είναι και πιο ισχυροί από εσάς».
Η στροφή της Ρωσίας προς την Κίνα φάνηκε από την έναρξη σχεδόν της κρίσης στην Ουκρανία και από τις πρώτες κυρώσεις προς τη Μόσχα. Ο Πούτιν διακρίνοντας προφανώς ότι ο ουκρανικό δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα και με το σκεπτικό ότι χρειάζεται ισχυρούς συμμάχους έστρεψε την προσοχή του στο Πεκίνο.
Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η λύση ανάγκης – γιατί αν δεν ήταν ανάγκη θα είχε γίνει εδώ και καιρό – ενισχύει ή αποδυναμώνει τη Ρωσία και αν την αναγκάζει να κάνει συμβιβασμούς που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έκανε.
Οι σχέσεις των δύο χωρών εμφανίζουν μια σταθερή βελτίωση από το 2008 όταν έλυσαν στης εδαφικές διαφορές τους και από τότε η Ρωσία είναι από τους βασικούς προμηθευτές του Πεκίνου σε στρατιωτικό υλικό.
Όσο η Ρωσία είχε ανοιχτή την ευρωπαϊκή αγορά απέφευγε να γίνει βασικός προμηθευτής ενέργειας της Κίνας. Τώρα που η Ρωσία μετά τις κυρώσεις ψάχνει για εναλλακτικές αγορές, παρουσιάζεται μια χρυσή ευκαιρία για την Κίνα να αποκτήσει πρόσβαση στην ρωσική ενέργεια με ευνοϊκές τιμές, και να κλείσει δεκάδες συμβόλαια για έργα που σε διαφορετική περίπτωση θα πήγαιναν σε ευρωπαϊκές εταιρίες.
Υπό αυτό το πρίσμα τίθεται το ερώτημα, ποιόν ευνοεί τελικά περισσότερο αυτή η σινορωσική νέα προσέγγιση και τι αλλαγές μπορεί να φέρει στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.
Πολύ σωστά ο Economist έγραφε την περασμένη εβδομάδα ότι η ουκρανική κρίση υποχρέωσε την Κίνα να υπαναχωρήσει από δύο πάγιες θέσεις της. Την μη ανάμιξη σε υποθέσεις άλλως χωρών και την αντίθεσή της σε κάθε είδους αποσχιστικά κινήματα.
Η Κίνα απείχε από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την καταδίκη της Ρωσίας ενώ τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης επέδειξαν μεροληπτική στάση υπέρ της Ρωσίας.
Το αποτέλεσμα ήταν να επιταχυνθεί η προσέγγιση των δύο χωρών με Μόσχα και Πεκίνο να υπογράφουν συμφωνία για πώληση ρωσικού φυσικού αερίου. Η μεν Μόσχα βρήκε ένα νέο πελάτη για να αντισταθμίσει τις απώλειες από την Ευρώπη και η δε Κίνα εξασφάλισε φυσικό αέριο μέχρι το 2048 σε καλή τιμή. Όμως σε αυτή την περίπτωση αυτός που είναι σε δυσμενέστερη θέση είναι η Ρωσία καθώς είναι αυτή που καίγεται για να καλύψει το κενό στο ταμείο που της αφήνει η Ευρώπη. Αυτό φάνηκε και από την απόφαση της Μόσχας να πουλήσει όπλα τελευταίας τεχνολογίας στην Κίνα. Τον Απρίλιο συμφώνησε να πουλήσει πυραύλους S400 αντί 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων και αεροπλάνα Sukhoi 35S. Ενώ αρχικά αρνήθηκε να πουλήσει λιγότερα από 48 αεροπλάνα τελικά συμφώνησε στα 24.
Για τη Ρωσία δεν είναι σίγουρο ότι η σχέση θα μπορέσει να αποκαταστήσει τις απώλειες από την Ευρώπη. Πριν την Ουκρανική κρίση το 75% των ξένων επενδύσεων στη Ρωσία και το 50% των εσόδων από το εξωτερικό εμπόριο προήρχετο από την Ευρώπη.
Το σινορωσικό φλέρτ κάποια στιγμή στο μέλλον θα βρεθεί αντιμέτωπο με τα όριά του καθώς και οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για μεγαλύτερη επιρροή στην κεντρική Ασία. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει βάλει μπροστά τη δημιουργία τελωνειακής σύνδεσης που θα ανταγωνιστεί τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης.
Όπως τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας δημιουργούν μια συνθήκη στην οποία η ρωσική επιρροή στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες σταδιακά εξανεμίζεται αφήνοντας χώρο στην Κίνα. Καθώς η Μόσχα έχει όλο και λιγότερα να προσφέρει στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες αυτές αναγκαστικά θα στραφούν στην Κίνα. Κάτι τέτοιο αν συμβεί δεν θα το ανεχθεί για πολύ το Κρεμλίνο αλλά τότε οι επιλογές θα έχουν εξαντληθεί.
Δημοσιεύθηκε στο e-typos.com 14-5-2015