Είναι πλέον το Internet ένα από τα βασικότερα εργαλεία δουλειάς του δημοσιογράφου; Τι συμβαίνει στο εξωτερικό; Τι στην Ελλάδα; Το περιοδικό π@π@κι κάνει μια προδημοσίευση της πρόσφατης έρευνας που έγινε για το Πάντειο Πανεπιστήμιο σχετικά με τους Έλληνες δημοσιογράφους και τον τρόπο εργασίας τους στο νέο περιβάλλον.
Το Διαδίκτυο δημιούργησε μια νέα "σχολή" δημοσιογραφίας. Μετά τα έντυπα ΜΜΕ, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, η ηλεκτρονική δημοσιογραφία ξεπροβάλλει δυναμικά μέσα από μια διαρκή διαδικασία μετασχηματισμού. Το ότι θεωρητικά ο καθένας μπορεί πλέον να "δημοσιεύσει" ειδήσεις στο Διαδίκτυο και μάλιστα χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα το σκάνδαλο Lewinski στις ΗΠΑ), δημιουργεί νέα δεδομένα.
Ο διαμεσολαβητικός ρόλος του δημοσιογράφου, με τα συνήθη αρνητικά χαρακτηριστικά της υποκειμενικότητας, της εξυπηρέτησης συμφερόντων και των εργασιακών δυσχερειών που στρεβλώνουν την μορφή του δημοσιογραφικού προϊόντος άρχισε να αποτελεί ένα οικοδόμημα που "τρίζει". Και μάλιστα σε μια εποχή που η αξιοπιστία των ΜΜΕ δέχεται σοβαρά πλήγματα.
Η σχέση του Internet με τους Έλληνες δημοσιογράφους δεν έχει παρελθόν. Είναι μια σχέση σχετικά καινούργια, σχέση παθητική για την ώρα, αφού δεν έχουμε δει ακόμη στη χώρα μας τις προσπάθειες αυτές που θα δικαιολογούσαν μια κινητοποίηση εκ μέρους του δημοσιογραφικού κόσμου. Οι κινήσεις που έγιναν μέχρι τώρα να καθιερωθούν κάποια αμιγώς ειδησεογραφικά sites, δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι πλήρεις και αξιόλογες. Το ότι καλύπτουν την μέχρι τώρα ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας και των χρηστών του Διαδικτύου αναμφισβήτητα ναι.
Όχι όμως γιατί είναι πλήρεις. Αλλά αφενός γιατί μέχρι αυτού του σημείου φτάνουν οι απαιτήσεις των Ελλήνων χρηστών και αφετέρου, γιατί και το Internet είναι ένα μέσο που για να επιβιώσει πρέπει να πουλήσει στις διαφημιστικές εταιρίες πρόσβαση στο κοινό που διαθέτει. Αν δεν διαθέτει κοινό τότε δεν έχει τι να πουλήσει. Οι επιχειρηματίες επενδύουν λοιπόν σταδιακά και ανάλογα με το κέρδος που μπορούν να έχουν. Για αυτούς το επίπεδο ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών δεν είναι ούτε χαμηλό ούτε υψηλό. Είναι αυτό που πρέπει να είναι.
Με βάση λοιπόν αυτά τα αυστηρά οικονομικά κριτήρια γίνεται η ανάπτυξη της νέας αυτής τεχνολογίας, γεγονός που επηρεάζει και τον τομέα της πληροφορίας εν προκειμένω.
Παρατηρούμε σήμερα ότι πολλές από τις ειδήσεις που διαβάζουμε στις εφημερίδες και στα περιοδικά έχουν εμφανιστεί πολύ νωρίτερα σαν πρωτογενές υλικό στις σελίδες του Internet. Αυτό δείχνει πως εκτός του ότι οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται πλέον αρκετά για το νέο Μέσο, όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν σήμερα το Internet σε καθημερινή βάση αναζητώντας πληροφορίες, και ιδέες. Πριν πάμε να δούμε τι συμβαίνει στην ελληνική αγορά ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο τι συμβαίνει στις ΗΠΑ.
Από τις έρευνες του Don Middleberg http://www.middleberg.com/, γενικού διευθυντή της Middleberg & Associates, μιας εταιρίας δημοσίων σχέσεων στις ΗΠΑ, σε συνεργασία με τον καθηγητή Steven S.Ross από το Πανεπιστήμιο Columbia, προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα. Οι έρευνες αυτές γίνονται από το 1994 και χαρτογραφούν τη χρήση του Διαδικτύου από τους δημοσιογράφους. Από το 1994 έχουν σταλεί περίπου 40.000 ερωτηματολόγια και έχουν ανταποκριθεί περίπου 4.000 δημοσιογράφοι.
Μερικά πολύ σημαντικά συμπεράσματα θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε παρακάτω. Συγκεκριμένα:
- Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για να διασταυρώσουν τις πηγές τους. Τους δίνει μάλιστα τη δυνατότητα να εργάζονται και σε ώρες που θα ήταν αδύνατο υπό άλλες συνθήκες να αναζητήσουν πηγές.
- Πολλοί ρεπόρτερ μπαίνουν στο Internet για να αναζητήσουν πρώτη ύλη και νέες ιδέες. Το 1998, το 9% των δημοσιογράφων που συμμετείχε στην έρευνα απάντησε ότι χρησιμοποιεί το Internet σαν βασική πηγή ιδεών. Ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό αφού είναι το ίδιο με το ποσοστό που απάντησε ότι αντλεί πρώτη ύλη από τα παραδοσιακά Μέσα (πρακτορεία ειδήσεων, γραφεία τύπου, κτλ).
- Το 20% των εφημερίδων που έχουν και web site απάντησαν ότι το 50% του περιεχομένου του site αποτελείται από πρωτογενές υλικό. Ένα χρόνο πριν το ίδιο ποσοστό ήταν μόλις 7%.
- Στην ίδια έρευνα του 1998, το 48% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι μπαίνουν στο Internet προς αναζήτηση πληροφοριών ή για να παραλάβουν την ηλεκτρονική αλληλογραφία τους, κάθε μέρα. Ένα χρόνο πριν, το ίδιο ποσοστό ήταν 23% και το 1994, όταν δηλαδή ξεκίνησε η συγκεκριμένη έρευνα, ήταν 17%. Ένα χρόνο μετά, το 1999, στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, σε 1.509 εφημερίδες, από το 10% των δημοσιογράφων που συμμετείχαν, το 73% απάντησε ότι μπαίνει στο Internet τουλάχιστον μια φορά την ημέρα. Βλέπουμε δηλαδή μια τεράστια διαφορά σε σχέση με το 1998. Και αυτή η αύξηση ήταν ή μεγαλύτερη από χρόνο σε χρόνο από το 1994. (Να σημειώσουμε εδώ ότι το 1999 ήταν ή εποχή που σημειώθηκε ή έκρηξη των dotcom εταιριών και το Internet θεωρήθηκε σαν η νέα επανάσταση για την οικονομία). Αντίστοιχα το ποσοστό των δημοσιογράφων που δεν έμπαινε καθόλου στο web ήταν 1% το 1999, 5% το 1998 και 37% το 1994.
- Αν ρίξουμε τώρα μια ματιά στα στοιχεία που βγήκαν στη δημοσιότητα για το 2000 (New York Times) θα δούμε ότι τα μεγέθη είναι πραγματικά εντυπωσιακά. Σε 500 δημοσιογράφους εφημερίδων, περιοδικών και της τηλεόρασης των ΗΠΑ, πάνω από το 98% απάντησαν ότι τσεκάρουν το e-mail τους τουλάχιστον μια φορά την ημέρα (όπως είπαμε το 1999 ήταν 73%). Το 70% περίπου συμμετέχει σε συζητήσεις με τους αναγνώστες διαμέσου e-mail ή ομάδων συζητήσεων. Το 1999 το ίδιο ποσοστό ήταν 54%..
- Στην ίδια έρευνα του 2000 μόνο το 32% απάντησε θετικά στο αν η επιχείρηση που εργάζονται είναι προετοιμασμένη για υψηλότερες ταχύτητες και αναβάθμιση του εξοπλισμού της.
Τι γίνεται στην Ελλάδα;
Από την έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο Πάντειο και η οποία αποτελεί εργασία του γράφοντος, μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα για το κατά πόσο οι Έλληνες δημοσιογράφοι βλέπουν στο νέο Μέσο ένα εργαλείο δουλειάς, ίσως το σημαντικότερο που τους έχει δοθεί μέχρι σήμερα και κατά πόσο βλέπουν το εργασιακό τους μέλλον να εξαρτάται απ' αυτό.Στο παπάκι αυτό το μήνα παρουσιάζουμε για τους αναγνώστες μας κάποια στοιχεία αυτής της έρευνας. Σε κάποια από τις επόμενες εκδόσεις μας θα την παρουσιάσουμε στο σύνολό της. Πριν αναφερθούμε στα στοιχεία θα πρέπει να πούμε ότι η έρευνα δεν έγινε με την αρωγή της ΕΣΗΕΑ και αποτελεί προϊόν εργασίας του ίδιου του συντάκτη της εργασίας αυτής.
Η έρευνα έγινε σε δημοσιογράφους που κατά βάση εργάζονται σε εφημερίδες και τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από ανθρώπους που εργάζονται σε διαφορετικά τμήματα της παραγωγής, (ρεπορτάζ, διεθνές τμήμα, σύνταξη ύλης) για να υπάρχει μια γενική εικόνα. Η έρευνα έγινε σε δημοσιογράφους που εργάζονται σε εφημερίδα σαν κύρια απασχόληση. Το δείγμα προέρχεται από τις εφημερίδες, "το Βήμα, η Καθημερινή, Ελεύθερος Τύπος, Έθνος, Ναυτεμπορική". Δεν μοιράστηκαν ερωτηματολόγια σε όλους τους συντάκτες άλλα λειτούργησε η πρακτική του "χέρι με χέρι", αξιοποιώντας περισσότερο προσωπικές επαφές. Απάντησαν συνολικά 82 συντάκτες, οι οποίοι κράτησαν κατόπιν συμφωνίας την ανωνυμία τους. Να επισημάνουμε εδώ ότι δεν κατέστη δυνατό να μάθουμε πόσοι δημοσιογράφοι εργάζονται αυτή τη στιγμή στις εφημερίδες των Αθηνών. Ακόμη και οι προσπάθειες μας να μάθουμε με πλάγιο τρόπο το νούμερο των επαγγελματιών δημοσιογράφων, σκόνταψε τολμώ να πω μάλλον σε άγνοια παρά σε κάποια σκοπιμότητα.
Από τον πίνακα 1 μπορούμε να δούμε ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι βρίσκονται ηλικιακά μεταξύ 23 και 45 ετών. Είναι οι ηλικίες που αποτελούν και την αιχμή των εφημερίδων και φυσικά σε κάθε εργασιακό χώρο παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στις νέες καινοτομίες.
Αμέσως μετά, στον πίνακα 2, βλέπουμε ξεκάθαρα το βαθμό διείσδυσης του Internet στις εφημερίδες. Το 88% αναγνωρίζει ότι υπάρχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο από το χώρο εργασίας αλλά στον αμέσως επόμενο πίνακα φαίνεται ξεκάθαρα ότι η πρόσβαση αυτή δεν γίνεται υπό ιδανικές συνθήκες. Γεγονός που σημαίνει πως είτε δεν υπάρχει επαρκής αριθμός γραμμών, είτε ο μηχανολογικός εξοπλισμός είναι απαρχαιωμένος, είτε οι υπάρχουσες γραμμές βρίσκονται συνεχώς κατειλημμένες ή σε διαφορετικούς χώρους απ' αυτόν που εργάζεται ο δημοσιογράφος, αναγκάζοντάς τον να κάνει δρομολόγια μέσα στο χώρο εργασίας και πολλές φορές να είναι αναγκασμένος να σταθεί στην ουρά μόνο και μόνο για να πάρει ένα δελτίο τύπου. Αυτό σημαίνει πρώτα απ' όλα χάσιμο χρόνου.
Η δυσκολία λοιπόν στην πρόσβαση, έτσι όπως εκφράζεται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, έχει να κάνει περισσότερο με το χρόνο που θα ξοδέψουν στην αναζήτηση πληροφοριών. Πολλές φορές ο χρόνος αυτός γίνεται τροχοπέδη για την πληρότητα των ρεπορτάζ ή των άρθρων που δημοσιεύονται
Ο πίνακας 4 δείχνει καθαρά το ρόλο που παίζει πλέον το Internet στη δουλειά των δημοσιογράφων. Πάνω από τους μισούς παραδέχονται ότι το χρησιμοποιούν πολύ στη δουλειά τους. Το εντυπωσιακό είναι ότι μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 10% δεν το χρησιμοποιεί. Και αν σε αυτό το ποσοστό εντάξουμε τις κατηγορίες εκείνες των συντακτών που πράγματι δεν τους χρειάζεται - ακόμη - και τόσο (ή τους χρειάζεται τόσο λίγο που τη δουλειά μπορούν να την κάνουν άλλοι γι' αυτούς, πχ. βοηθητικό προσωπικό, εξυπηρέτηση αρχείου, τεχνικό προσωπικό) τότε το ποσοστό των "μάχιμων" δημοσιογράφων που δεν χρησιμοποιεί το Internet μειώνεται ακόμη περισσότερο
Η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων, όπως δείχνει ο πίνακας 5, συνδέεται με το Internet κάθε μέρα. Γεγονός που συνηγορεί στον παραπάνω ισχυρισμό μας ότι είναι πλέον απαραίτητο εργαλείο δουλειάς.
Θα μπορούσε κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι πράγματι το Internet έχει μπει πλέον για τα καλά στη ζωή των δημοσιογράφων και από τις επιχειρήσεις φαίνεται μια τάση εκσυγχρονισμού και τεχνολογικής αναβάθμισης, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Πόσο αλήθεια είναι όμως κάτι τέτοιο;
Η βασική ερώτηση που νομίζω θα έπρεπε πρώτα να κάνουμε είναι αν το Ιnternet όντως χρειάζεται σήμερα στους δημοσιογράφους και αν ναι, σε ποιες κατηγορίες δημοσιογράφων και φυσικά αν αυτή η ανάγκη αξίζει τη δαπάνη από πλευράς επιχειρήσεων.
Ο πίνακας 6 θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικός καθώς μας βάζει σε σκέψεις για το κατά πόσο γίνεται πραγματική χρήση το Διαδικτύου, ή τουλάχιστον τι εννοούν οι δημοσιογράφοι με τον όρο "χρήση".
Οι δημοσιογράφοι, λοιπόν, απάντησαν ότι χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο αρκετά στην εργασία τους και μάλιστα ένα ποσοστό της τάξης του 85% συνδέεται καθημερινά. Προκαλεί όμως εντύπωση το ότι σχεδόν οι μισοί απ' αυτούς δεν βρίσκονται πάνω από δέκα ώρες την εβδομάδα on line. Αν αφαιρέσουμε το χρόνο μέσα στον οποίο γίνεται χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς οι περισσότεροι το χρησιμοποιούν όπως φαίνεται και από τον πίνακα 7, αλλά και τις ώρες του άσκοπου "σερφαρίσματος", τότε ο χρόνος που πραγματικά το Διαδίκτυο χρησιμοποιείται για αναζήτηση πληροφοριών μειώνεται ακόμη περισσότερο.
Φαίνεται πως οι δημοσιογράφοι μας για την ώρα επιμένουν στις παραδοσιακές πηγές πληροφόρησης (πρακτορεία, συνεντεύξεις, ανακοινώσεις, τηλέφωνο κτλ). Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα και, αν ναι, γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο και ποια είναι τα αίτια της σχετικά περιορισμένης - αν είναι περιορισμένη - χρήσης.
Συνοψίζοντας
Κατ' αρχάς είδαμε ότι το 88% των ερωτηθέντων έχει πρόσβαση στο Internet από το χώρο εργασίας. Από την έρευνα επίσης προκύπτει ότι το 77% των συντακτών διαθέτει ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι του και από αυτό το ποσοστό, το 71% και σύνδεση στο Internet. Ο λίγος όμως χρόνος που αφιερώνουν μας οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιείται πολύ λίγο για αναζήτηση νέων ιδεών και πρώτης ύλης για τα ρεπορτάζ. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ περισσότερες ώρες on line. Και φυσικά η χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιεί το e-mail μόνο ένα 72% τη στιγμή που στις ΗΠΑ το 2000 αυτό το ποσοστό ήταν 98%.
Για να είμαστε πιο ακριβείς θα λέγαμε ότι γίνεται περισσότερο παθητική χρήση. Δεν αξιοποιούνται οι δυνατότητες του νέου Μέσου στο βαθμό που θα ήταν δυνατόν, και πέρα από την έλλειψη περιεχομένου (που σίγουρα υπάρχει) δείχνει ίσως και μια στάση επιφυλακτική ή ίσως "μη σοβαρή".
Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι τελικά δεν χρησιμοποιούν και τόσο πολύ το Διαδίκτυο, όσο τουλάχιστον θα θέλαμε να πιστεύουμε ή τουλάχιστον όπως αφήνουν να φανεί οι πρώτοι πίνακες που παρουσιάσαμε.
Αυτό που μπορούμε να πούμε σίγουρα είναι ότι υπάρχει ένα ικανοποιητικό ποσοστό πρόσβασης των δημοσιογράφων στο Διαδίκτυο. Το ποσοστό 88%, όπως είδαμε και παραπάνω, δίνει θετικά μηνύματα για τη διεισδυτικότητα των νέων τεχνολογιών στις επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις πληροφορίες και δείχνει μια τάση που κατά την άποψή μας θα βαίνει διαρκώς αύξουσα. Ταυτόχρονα όμως θα φαίνεται και η μεγάλη υστέρηση σε υποδομές και σε περιεχόμενο, στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη στιγμή τους ελληνικούς δικτυακούς τόπους. Το θέμα του περιεχομένου των δικτυακών τόπων είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η έλλειψη πρωτογενούς υλικού αποθαρρύνει τον δημοσιογράφο και με δεδομένο τη μικρή έκταση της αγοράς δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανακύκλωση πληροφοριών.
Είναι θετικό, όμως, το γεγονός ότι ένα ποσοστό της τάξης του 77% έχει ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι του. Δείχνει αν μη τι άλλο ότι οι δημοσιογράφοι είναι από τους πρωτοπόρους στις νέες τεχνολογίες.
Θα τολμούσαμε να πούμε, ίσως, ότι δεν έχει σημασία αν οι επιχειρήσεις νέας τεχνολογίας στην Ελλάδα πάνε καλά (και μέχρι τώρα δεν τα έχουν πάει και τόσο καλά) και αναπτύσσονται. Οι δημοσιογράφοι έχουν καταλάβει ήδη την ανάγκη χρήσης των νέων τεχνολογιών και προετοιμάζονται.
Σαφώς για μια μερίδα επαγγελματιών το Internet αποτελεί το βασικότερο εργαλείο δουλείας, θα περάσει όμως ακόμη καιρός ώστε να γίνει προτεραιότητα για την πλειοψηφία.
Δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Papaki το 2002