Όπως ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα -από αυτούς και αυτές που τουλάχιστον μπορούν ακόμη - επέλεξα να κάνω ολιγοήμερες διακοπές στη χώρα μας κατά τη διάρκεια του Αυγούστου. Προτίμησα μάλιστα τη Β. Ελλάδα και περιοχές που λόγω εγγύτητας προτιμούν οι βορειοελλαδίτες και τουρίστες από τις Βαλκανικές χώρες, κυρίως Βούλγαροι, Ρουμάνοι, και Σέρβοι. Οι Βαλκάνιοι είναι μάλιστα αυτοί που κρατούν τον τουρισμό στην περιοχή σε ψηλά επίπεδα καθώς και μεγάλος είναι ο αριθμός τους και ξοδεύουν χρήματα όπου διαμένουν και κινούνται.
Τα τελευταία χρόνια στη Ελλάδα θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι έγιναν σημαντικά έργα οδοποιίας. Τουλάχιστον στις κεντρικές αρτηρίες. Η χώρα ενώθηκε με ένα σύγχρονο κεντρικό οδικό δίκτυο, ΠΑΘΕ, Ιωνία οδός, Εγνατία κτλ.
Ακριβό μεν, αλλά σύγχρονο και ασφαλές.
Ωστόσο, όταν αφήνει κανείς τις εθνικές οδούς και τις κεντρικές αρτηρίες τα πράγματα δεν είναι και τόσο καλά.
Και θα πει κανείς, ίσως δικαιολογημένα, ότι προέχει το βασικό δίκτυο και για τους επαρχιακούς δρόμους έχουμε καιρό.
Δεν θα συμφωνήσω ότι μπορούμε να λέμε κάτι τέτοιο ελαφρά τη καρδία και μάλιστα σε μια χώρα που ο τουρισμός είναι η βαριά της βιομηχανία. Κακώς, αλλά έτσι είναι.
Και μάλιστα σε μια περιοχή όπου κυριαρχεί ο οδικός τουρισμός από τις γείτονες χώρες. Αν δει κανείς τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΤΕ για τον τουρισμό θα διαπιστώσει ότι στα δύο μεγαλύτερα σε κίνηση αεροδρόμια της χώρας φέτος είχαμε μέχρι τον Ιούνιο, αύξηση των αφίξεων πάνω από 11% και συνολικά στη χώρα πάνω από 4%. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η Τουρκία έχει αρχίσει να ανεβαίνει ξανά.
Όπως είπαμε όμως, στη Β. Ελλάδα έχουμε κυρίως οδικό τουρισμό, που σημαίνει κόσμο που θα πάρει το αυτοκίνητό του, θα εγκατασταθεί κοντά σε κάποια παραλία αλλά θα κάνει και εξορμήσεις για να ανακαλύψει την ενδοχώρα και κρυμμένες ομορφιές. Και φυσικά να αφήσει τα ωραία του λεφτά σε χωριά που τον υπόλοιπο χρόνο δεν βλέπουν τουρίστα ούτε για δείγμα.
Στις αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα που έκανα λοιπόν, η εγκατάλειψη του οδικού δικτύου σε περιοχές τουριστικού ή εν δυνάμει τουριστικού ενδιαφέροντος ήταν ολοφάνερη και απογοητευτική.
Και αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα. Για να φτάσεις στην Άνω Σκοτίνα, πανέμορφο χωριό στις πλαγιές του Ολύμπου με τον ιστορικό ναό της Παναγίας, ξενώνα και κοινόβιο, (παρεμπιμπτόντως την παραμονή της Κοιμήσεως γινόταν το αδιαχώρητο) κινδυνεύεις να σπάσεις το αυτοκίνητό σου στον κακό χωματόδρομο. Στο Παγγαίο όρος πάνω από την Καβάλα ο δρόμος μέσα από το βουνό, με ένα δάσος μοναδικής ομορφιάς γεμάτο βελανιδιές ο δρόμος δεν πρέπει να έχει συντηρηθεί για δεκαετίες.
Ακόμη και ο δρόμος για το δασικό χωρίο του Παγγαίου όπου υπάρχουν και τα αρχαία μεταλλεία του Φιλίππου είναι εγκαταλελειμμένος. Στη Θάσο, και οι δύο δρόμοι που οδηγούν στη μαρμάρινη παραλία, μία από τις ατραξιόν του νησιού ή στην Γκίολα που διαφημίζεται στους μεγαλύτερους οδηγούς του κόσμου, είναι χωματόδρομοι, από ήπιοι μέχρι της κακιάς ώρας.
Καταλαβαίνω ότι το δείγμα που επικαλούμαι μπορεί να μην είναι αντιπροσωπευτικό, αναφέρομαι όμως σε σημεία ενδιαφέροντος που επισκέπτεται χιλιάδες κόσμος κάθε καλοκαίρι.
Μιας λοιπόν και έχουμε παντού στην Ελλάδα νέες αυτοδιοικητικές αρχές καλό θα ήταν οι “νέοι άρχοντες” να εξασφαλίσουν στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλιά τους ευρείες συναινέσεις και να παλέψουν για όλες τις δυνατές χρηματοδοτήσεις ώστε να φροντίσουν το επαρχιακό τους οδικό δίκτυο. Η Βόρειος Ελλάδα έχει ήδη αρκετό τουρισμό αλλά μπορεί να φιλοξενήσει πολύ περισσότερο και να προσφέρει πολύ καλύτερες υπηρεσίες επιτυγχάνοντας πολύ μεγαλύτερη διασπορά της τουριστικής δαπάνης.
Ελπίζω και εύχομαι, όπως υποθέτω και χιλιάδες ακόμη, την επόμενη φορά που θα βρεθώ σε αυτά τα μέρη να απολαύσω τις υπέροχες διαδρομές χωρίς το φόβο να σπάσω το αυτοκίνητό μου ή να βρεθώ σε κανέναν γκρεμό.