Έχει εμφανιστεί σε μεγάλες σκηνές σε όλο τον κόσμο και έχει διαγράψει μια λαμπρή καριέρα διεθνώς. Η διεθνούς φήμης σοπράνο Σόνια Θεοδωρίδου έχει συνεργαστεί με κορυφαίους μουσικούς σε Ελλάδα και εξωτερικό και συνεχίζει την καριέρα της από διαφορετικά μετερίζια. Από αυτό της σολίστ με συνεχείς παραστάσεις εντός και εκτός Ελλάδας αυτό της δασκάλας αλλά και αυτό της χορηγού μουσικών βιβλιοθηκών ανά την Ελλάδα.
Συναντήσαμε τη Σόνια Θεοδωρίδου στο σπίτι της και συζητήσαμε πολλά για την καριέρα της από τα πρώτα χρόνια μέχρι σήμερα, τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και τις προσπάθειές της να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις της στη νεότερη γενιά και σε όσους απλώς αγαπούν τη μουσική
Πως ξεκίνησαν όλα κυρία Θεοδωρίδου. Ένα κορίτσι από τη Βέροια σε χρόνια δύσκολα, αποφασίζει να ακολουθήσει ένα αντισυμβατικό δρόμο για τα δεδομένα της ελληνικής επαρχίας. Πως ήταν τα πρώτα χρόνια;.
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα. Όμως είχα μία μάνα και ένα πατέρα που είχαν μία ιδιαίτερη κουλτούρα όσων αφορά τη μουσική. Η μάνα μου με καταγωγή από τον Πόντο και ο πατέρας μου από τη Θράκη, αγαπούσαν την καλή μουσική.
Ο πατέρας μου και λόγω πεποιθήσεων - ήταν και φίλος του Μίκη Θεοδωράκη- άκουγε και μαζί του και εμείς τέτοια μουσική, Θεοδωράκη ή Χατζηδάκη.
Στη μάνα μου άρεσε πολύ το καλό έντεχνο τραγούδι.
Άρα μέσα το σπίτι ακούγαμε όλα αυτά. Εμείς μέναμε στον τρίτο όροφο ενός κτιρίου αλλά στο ισόγειο υπήρχε μία κακόφημη ταβέρνα που έρχονταν αγρότες, με κονσομασιόν κτλ.
Από εκεί άκουγα πολύ βαριά λαϊκά, τα καψούρικα της εποχής.
Έτσι είχα αυτά τα δύο άκρα στα ακούσματά μου. Από μικρή έλεγα θα γίνω ηθοποιός, χορεύτρια και τραγουδίστρια και στους γονείς μου βέβαια σηκώνονταν οι τρίχες της κεφαλής τους. Κάποια στιγμή ακούω στο ραδιόφωνο τη φωνή της Μαρίας Κάλλας.
Η μάνα μου είπε ότι έδειξα το μικρό μου δάχτυλο και είπα εγώ έτσι θα γίνω. Πιστεύω ακράδαντα ότι ήταν το πεπρωμένο μου.
Δεν είχα κάποιες μνήμες, ήταν ο σκοπός μου στη ζωή. Πιστεύω στο πεπρωμένο του ανθρώπου, ότι ο καθένας έχει ένα σκοπό και γι αυτό έρχεται σε αυτή τη ζωή.
Έφυγα λοιπόν από τη Βέροια, ήρθα στην Αθήνα, γράφτηκα στο Εθνικό ωδείο και από τότε άρχισα να ξεχωρίζω.
Για μένα το τραγούδι ήταν η λύτρωση μου κατά κάποιο τρόπο. Δεν θα μπορούσα να ζω χωρίς να τραγουδάω.
Και πότε γίνεται η μεγάλη στροφή στην πορεία σας;
Όταν γίνεται ο διαγωνισμός των υποτροφιών Μαρία Κάλλας. Ήδη είμαι στο τρίτο πρόγραμμα, στη χορωδία με τον Μάνο Χατζιδάκι και πήγα να δώσω εξετάσεις μπας και πάρω καμιά υποτροφία.
Αν και μέσα μου ήξερα ότι θα φύγω στο εξωτερικό κάποια στιγμή. Πήρα το βραβείο υποτροφιών Μαρία Κάλλας και έφυγα στο εξωτερικό, στη Γερμανία.
Πως ήταν στη Γερμανία; πως ήταν η διαδικασία των σπουδών;
Καταρχάς το σημαντικό για κάποιον που θα πάει για τις συγκεκριμένες σπουδές στο εξωτερικό - και που δεν υπάρχει εδώ - είναι αυτό που υπάρχει γύρω από το τραγούδι.
Εκεί υπάρχει μία τεράστια βιβλιοθήκη και όταν σου λέει ο δάσκαλός σου μάθε αυτόν ή την άλλο ρόλο μπορείς να βρεις και να ακούσεις δέκα εκτελέσεις.
Δεύτερον είναι διαχωρισμένα τα μαθήματα. Το μάθημα της Όπερας είναι διαφορετικό, μετά υπάρχει η μελοδραματική σε πολύ υψηλό επίπεδο, υπάρχει το μάθημα του λιντ, το μάθημα της χορωδίας, το μάθημα του ορατορίου κτλ.
Αυτά είναι όλα χωριστά και όλο αυτό το σύστημα μιας Ακαδημίας σου διοργανώνει κοντσέρτα, καλεί ατζέντηδες να σε δουν και να σε ακούσουν και γενικότερα είσαι συνέχεια σε αυτό το αντικείμενο με πολύ υψηλές απαιτήσεις.
Θυμάστε την πρώτη εμφάνιση σε πρωταγωνιστικό ρόλο; Πως ήταν και τι νιώθατε;
Στις ακαδημίες όταν ένας τελειώνει, τότε το κράτος στέλνει ατζέντηδες να τον ακούσουν μήπως μπορεί το κράτος το ίδιο να τον στείλει κάπου γιατί στη Γερμανία έχουν πάρα πολλά κρατικά θέατρα. Οπότε στείλανε κάποιους ανθρώπους και όταν με άκουσαν στο δίπλωμα μου, με ρώτησαν αν ξέρω την όπερα Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκλουκ.
Εγώ την ήξερα την όπερα αλλά δεν την ήξερα όλη, ήξερα μερικά μέρη και φυσικά είπα ναι. Μου είπαν λοιπόν ότι θα με στείλουν στο Πασάου, είναι μια μικρή κωμόπολη στη Νότια Γερμανία όπου ψάχνουν μία Ιφιγένεια αν με ενδιαφέρει να πάω. Και είπα φυσικά θα πάω. Ήταν πάρα πολύς κόσμος στην οντισιόν, τραγούδησα και μου είπε ο μαέστρος και όσοι καθόταν κάτω από τη σκηνή να περιμένω.
Πέρασαν πάρα πολλές υποψήφιες και μετά με ξαναφωνάζει και μου λέει γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να σε πάρουμε πέρα από την ωραία σου φωνή;
Και του λέω: "γιατί είμαι Ελληνίδα. Ποιος θα μπορέσει να πει αυτή την όπερα καλύτερα;
Εγώ αυτό που βλέπετε εσείς, που το κάνετε ίσως ακαδημαϊκά εγώ τον έχω από μωρό. Την τραγωδία την παίζαμε στη γειτονιά μας. Το γείτονά μου το λέγανε Ηρακλή, Περικλή κτλ." Και με πήραν.
Οι πρόβες ήταν συγκλονιστικές, όλοι με αγαπούσαν, ήμουν και η μικρότερη βλέπετε και στην πρεμιέρα εκτός του ότι ήρθανε οι δάσκαλοί μου, ήρθε ο Χρήστος Λαμπράκης, η Ντόρα Μπακοπούλου η δασκάλα του πιάνου και φίλη και η δασκάλα μου του τραγουδιού η Καίτη Παπαλεξόπουλου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τη στιγμή που ανοίγει η σκηνή. Ήμουν με την πλάτη γυρισμένη προς το κοινό γιατί έτσι το απαιτούσε ο ρόλος και όταν άνοιξε η αυλαία ήρθε όλη αυτή η αύρα του κόσμου πάνω στο σώμα μου Το ένιωσα πάρα πολύ έντονα και είπα μέσα μου: «είσαι σπίτι τώρα».
Ήμουνα στο σπίτι, δεν φοβήθηκα καθόλου, ήξερα ότι είμαι στο σωστό μέρος και ήταν τόσο διθυραμβικές κριτικές που ο διευθυντής της Όπερας της Φρανκφούρτης ο Γκάρι Μπερτίνι ήρθε, με άκουσε και με πήρε στην όπερα της Φρανκφούρτης.
Και από κει και πέρα εκτοξεύτηκα.
Οικονομικά πως τα καταφέρατε στην αρχή; Είχατε στήριξη;
Καμία. Ήμουνα πάρα πολύ φτωχή. Έκανα εκατομμύρια δουλειές για να επιβιώσω. Το τι δουλειές έχω κάνει δεν μπορείτε να φανταστείτε. Έμεινα στο δρόμο, στο Λονδίνο εμένα στη Βικτώρια για κάποιο καιρό. Δεν είχα που να μείνω και ευτυχώς υπήρξε ένα ξενοδοχείο για άστεγους και έμεινε εκεί 2 μήνες. Την ξέρω τη φτώχεια πάρα πολύ καλά.
Μετά ήρθαν πολλά χρήματα και έλεγα ότι το ένα δέκατο του μισθού μου εγώ θα το δίνω εκεί που νομίζω ότι πρέπει και το έκανα γιατί πιστεύω πως ό τι δώρο σου δόθηκε τόσο απλόχερα πρέπει και εσύ κάπως να ανταποδώσεις και για αυτό μέσα από αυτό που κάνουμε, δίνουμε υποτροφίες, βοηθάμε παιδιά, δίνουμε εκεί που νομίζουμε ότι χρειάζεται και κάνω τις μουσικές βιβλιοθήκες ανά την Ελλάδα.
Αυτή η χώρα με όλα της τα προβλήματα και τις παθογένειες, με μια αισθητική που έχει αλωθεί από τη μαζική κουλτούρα βγάζει μεγάλους ερμηνευτές, λυρικούς τραγουδιστές, καλλιτέχνες με διεθνή ακτινοβολία. Πως το εξηγείτε; Σε μια χώρα που λείπουν τα ερεθίσματα από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Μην ξεχνάτε ότι η απαρχή της όπερας ξεκίνησε από αυτή τη χώρα, με την αρχαία τραγωδία. Η όπερα δημιουργήθηκε διότι κάποια ομάδα φίλων μαζεύτηκαν στην Φλωρεντία και είπαν μιμούμενοι την αρχαία ελληνική τραγωδία «ας κάνουμε και εμείς κάτι αντίστοιχο» και μετά συντρέχουν άλλα πράγματα.
Το ένα είναι η γλώσσα. Η ομορφιά της γλώσσας και η δόνηση της, δημιουργεί όμορφες φωνές. Στην παράδοση του δικού μας λαού έχουμε το τραγούδι. Η μουσική κάποτε - και ας μην είναι τώρα - ήταν η καθημερινότητα και η μόρφωσή του ανθρώπου. Αν δεν έκανες μουσική δεν λεγόσουν μορφωμένος. Όλο αυτό λοιπόν δεν ξεχνιέται. Είμαστε ένας λαός ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Έχουμε πάρα πολλές ευκολίες σαν λαός μέσα στη μουσική παιδεία μας και επιμένω να λέω ότι η ομορφιά αυτής της γλώσσας, η δόνηση της ο τρόπος που την εκφέρουμε διαμορφώνει την ομορφιά των ωραίων φωνών.
Πιστεύετε ότι θα έπρεπε στην Ελλάδα η μουσική να είναι ένα υποχρεωτικό και σοβαρό μάθημα όπως σε πολλές χώρες του εξωτερικού;
Συμφωνώ απόλυτα. Μην ξεχνάτε ότι τις βάσεις της μουσικής τις έθεσε ο Πυθαγόρας. Λοιπόν δεν θα έπρεπε εμείς όλα αυτά τα γνωρίζουμε, να τα έχουμε μελετήσει; Δεν θα έπρεπε η αρχαία ελληνική σαν γλώσσα να υπάρχει από το δημοτικό; Γιατί το λέω;
Γιατί η εκφορά του λόγου στην αρχαία ελληνική γλώσσα, έχει να κάνει πάρα πολύ με το τραγούδι. Έχει να κάνει πάρα πολύ το πόσο ψηλά είναι η μαλακή υπερώα του τραγουδιστή.
Ποιες θυσίες χρειάζεται μια τέτοια καριέρα. Εσείς τι θυσίες κάνατε για να φτάσετε μέχρι εδώ;
Η μεγαλύτερη θυσία που έκανα ήταν ότι έφυγα από τη χώρα μου. Γιατί είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει πάρα πολύ την πατρίδα του και όσα χρήματα και να μου δώσανε, όση δόξα και αν απέκτησα, υπάρχουν πράγματα στη ζωή μου που τα έχασα. Εμείς οι Πόντιοι εμείς λέμε «στην ξενιτίαν Έλληνας και στην Ελλάδαν ξένος.»
Μετά, πέθαναν οι δυο μου γονείς, στην κηδεία τους βρέθηκα δε βρέθηκα. Στου πατέρα μου καθόλου, με ψάχνανε δε με βρίσκανε γιατί ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο, στη μάνα μου τραγουδούσα στα εγκαίνια του Μεγάρου Μουσικής και πήγα, τη χαιρέτησα, αλλά δεν πήγα στον τάφο γιατί το βράδυ τραγουδούσα.
Αλλά η μεγαλύτερη θυσία πιστεύω είναι ότι φεύγει κανείς από αυτό που είναι ζεστό και όμορφο, από τη φωλιά του. Όλα τα άλλα που λένε τα θεώρησα αυτονόητα όπως το να μην ξενυχτάω, να μην πίνω, να προσέχω. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς μου και το αγαπάω πάρα πολύ και με τα χρόνια που περνούν δεν μου αρέσει και κάτι άλλο. Είμαι άνθρωπος που μου αρέσει το ήσυχο πιο πολύ από τη βαβούρα.
Ποιοι ήταν οι άνθρωποι κλειδιά στην καριέρα σας;
Ήτανε άνθρωποι όπως ο Χρήστος Λαμπράκης και η Ντόρα Μπακοπούλου στην Ελλάδα, και στο εξωτερικό ήταν σίγουρα η δασκάλα μου η Βέρα Ρόζα, η Εύα Μορέιν και μερικοί μαέστροι όπως ο διευθυντής του Κόβεντ Γκάρντεν ο Τόνι Παπάνου και ένας Γερμανός σκηνοθέτης ο Χέρμπερτ Βέρνικε.
Και αυτοί ήταν κλειδιά, γιατί εγώ μεγάλωσα παραδόξως σε ένα εβραϊκό περιβάλλον. Η δασκάλα μου ήταν εβραία και η καλύτερη μου φίλη επίσης. Αυτοί οι άνθρωποι όταν ήμουν ένα τίποτα, που δεν με ήξερε κανείς, μου φέρθηκαν σαν γονείς. Μου έδωσαν χρήματα, με υποστήριξαν, με προώθησαν. Όχι επαγγελματικά, με στήριξαν σαν άνθρωπο, πίστεψαν σε μένα και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Είμαι βαθιά ευγνώμον.
Τι θα συμβουλεύατε τα νέα παιδιά που ξεκινούν τώρα τη μουσική και τι θα συμβουλεύατε τους γονείς που έχουν μικρά παιδιά και διακρίνουν σε αυτά μια έφεση στη μουσική;
Καταρχάς θα έλεγα στους γονείς χωρίς να είναι ψωνισμένοι ότι το παιδί τους έχει, να καλλιεργήσουν αυτό το όμορφο περιβάλλον στο σπίτι που έχει να κάνει με το να ακούς μουσική. Να πηγαίνουν τα παιδιά τους σε παραστάσεις. Ακόμα και στα άσχημα πράγματα έχεις κάτι καλό να μάθεις.
Αυτή η καλλιέργεια είναι πολύ σοβαρό πράγμα, όπως το να καλλιεργούν την ψυχή του παιδιού στα όμορφα πράγματα, να είναι με φιλόδοξοι, χωρίς να είναι άρρωστα φιλόδοξοι και να σπρώχνουν με έναν τρόπο που δεν είναι της αρετής ή της ηθικής το παιδί τους.
Στα παιδιά θα έλεγα να μην πάψουν ποτέ να μαθαίνουν, να έχουν ένα όραμα και ότι σκοτάδι και να έχει γύρω τους, αυτά να βλέπουν το δικό τους όραμα και να μην γονατίζουν. Να αγαπούν με πάθος ότι κάνουν και να μη σκέφτονται αν αυτό τους αποφέρει οικονομικά οφέλη ή όχι, γιατί αν αγαπάς και κάνεις κάτι με τεράστιο πάθος αυτό θα σε ανταμείψει.
Είπατε για ταλέντο. Η σκληρή δουλειά κερδίζει το ταλέντο; Το πιστεύετε;
Ναι. Ξέρω πάρα πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους που λόγω της τεμπελιάς τους, ή της βεβαιότητας ότι «το ‘χουν» δεν έκαναν τίποτα και ξέρω ανθρώπους που δεν ήταν τόσο ταλαντούχοι αλλά με σκληρή δουλειά, επιμέλεια, θέληση, και πειθαρχία τα κατάφεραν.
Αν ρωτήσετε τον πολύ κόσμο τι είναι η όπερα θα σας πουν: “Ε τι να ΄ναι; είναι κάποιοι εκεί σε ένα θέατρο που φωνάζουν”...
Έχουν δίκιο (γέλια)
Πως είναι οι άνθρωποι της όπερας; Εσείς τι μουσική ακούτε; Θα βάλετε για παράδειγμα να ακούσετε και ροκ;
Ο γιος μου είναι χεβιμεταλάς. Όταν μπεις στο δωμάτιο του καταλαβαίνεις τι ακούω εδώ μέσα. Το ροκ μου το ενέπνευσε ο άντρας μου. Εγώ μπορώ να ακούσω από Παντελίδη μέχρι Αμαλία Ροντρίγκεζ, Νίνα Σιμόν, μ’ αρέσει πάρα πολύ η τζαζ, μου αρέσει το καλό έντεχνο τραγούδι, μου αρέσει το δημοτικό τραγούδι μ’ αρέσουν τα ποντιακά, τα βλάχικα μου αρέσει η μουσική γενικότερα.
Σας ενδιαφέρει αυτή τη γνώση και την εμπειρία που πήρατε να την μοιραστείτε με τα νέα παιδιά;
Πάρα πολύ. Έχω μαθητές και μου αρέσει πάρα πολύ να διδάσκω στον απλό κόσμο. Συνεργάζομαι με δύο ωδεία γιατί εκεί υπάρχουν μαθητές μου αλλά διδάσκω κυρίως στο σπίτι. Εγώ τη μουσική τη βλέπω σαν μία ολιστική μουσική θεραπεία που περιλαμβάνει πάρα πολλά πράγματα, όπως γιόγκα, ανάγνωση αρχαίων ελληνικών κειμένων, καθημερινές ασκήσεις και διάβασμα μουσικών βιβλίων, μελέτη ειδικών κύκλων μουσικής, συνθετών, ιστορία της μουσικής. Όλα αυτά τα κάνω με τα παιδιά σε αυτό το επίπεδο που εγώ νομίζω ότι είναι το σωστό. Μου αρέσει πάρα πολύ η διδασκαλία του απλού κόσμου.
Έχουμε τρεις χορωδίες στο πολιτιστικό εργαστήρι «Καλλιστώ» στου Ζωγράφου και εγώ πάω και διδάσκω σε αυτούς τους ανθρώπους. Ο σύζυγός μου ο Θεόδωρος Ορφανίδης είναι ο μαέστρος και εγώ πηγαίνω και κάνω σεμινάρια κάθε εβδομάδα στους ανθρώπους.
Τι ακριβώς είναι οι μουσικές βιβλιοθήκες τις οποίες εσείς φτιάξατε και στηρίζετε.
Ξεκίνησα από τα Γιάννενα όταν μετά από μία παράσταση με πλησίασαν πολλά παιδιά και μεταξύ των άλλων με ρώτησαν αν χρειάζομαι τις παρτιτούρες μου.
Και λέω τι συμβαίνει; Μου λένε «δεν έχουμε νότες».
Και έτσι έκανα την πρώτη μουσική βιβλιοθήκη. Θέλω τα παιδιά να έχουν χαρτιά. Θα μου πεις μπορούν να κατεβάσουν από το internet. Ωραία, αλλά δεν μπορούν να κατεβάσουν ολόκληρα έργα και ήθελα κάθε πόλη της Ελλάδος αν είναι δυνατόν να έχει μία μουσική βιβλιοθήκη.
Αυτή τη στιγμή έχει πλέον όλη η Θράκη, Διδυμότειχο, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, και μετά Κιλκίς, Βέροια.
Και ποιός το χρηματοδοτεί αυτό?
Εγώ και ο άντρας μου και βέβαια μερικές φορές λέω στα ρεσιτάλ μου, «ελάτε με μία παρτιτούρα». Φέρτε μου νότες. Υπήρχαν άνθρωποι που μας χάρισαν μουσικά όργανα. Δεν θα ξεχάσω κάποιον που με πήρε τηλέφωνο.
Εγώ δίνω το προσωπικό μου τηλέφωνο για αυτό. Εσύ είσαι, μου λέει, με τα όργανα; Λέω ναι. Λέει έχω ένα πιάνο το θέλεις; Ναι, εσείς γιατί δεν το θέλετε τον ρωτάω. Μου λέει σκοτώθηκαν και τα δύο μου παιδιά.
Συγκλονίστηκα. Κάπως έτσι γίνεται, δεν δεχόμαστε χρήματα και σε μία περίπτωση μόνο δεχτήκαμε χρήματα που δεν θα την ξεχάσω επίσης ποτέ.
Στη Θεσσαλονίκη μας παίρνει κάποιος από την Αμερική υπάλληλος σε πιτσαρία και λέει άκουσα για αυτό και θέλω και εγώ να βοηθήσω. Ωραία του λέω όμως εγώ χρήματα δεν δέχομαι. Με ρωτάει «Πού είστε;» λέω είμαι Θεσσαλονίκη. Μου λέει η αδερφή μου ζει στη Θεσσαλονίκη.
Τότε λέω να βρεθούμε με την αδερφή σας να πάμε μαζί να πάρουμε κατι. Και σκέφτηκα ο άνθρωπος θα δώσει κάνα πενηντάρικο, εικοσάρικο και μπαίνουμε στο μαγαζί και είχε στείλει 500 δολάρια. Έπαθα σοκ. Ο απλός άνθρωπος ο ξενιτεμένος στην Αμερική. Έτσι κάπως γίνονται όλα αυτά