“Αν και η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα το 80% του ελαιολάδου της να είναι εξαιρετικά παρθένο -σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που το ποσοστό αυτό κυμαίνεται στο 40% - υστερεί στην επιχειρηματική του εκμετάλλευση.”
Τα λόγια αυτά δεν ανήκουν σε κάποιον τυχαίο παράγοντα της αγοράς, αλλά στον ίδιο τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, κ. Ευάγγελο Αποστόλου, ο οποίος παραδέχεται ότι το “εθνικό μας προϊόν”, όπως συχνά αποκαλείται, έχει πρόβλημα και χρειάζονται παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα.
Για να είμαστε ωστόσο δίκαιοι, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το ελληνικό ελαιόλαδο, που με μετριοπαθείς προβλέψεις, θα μπορούσε να φέρει στην εθνική οικονομία μέσω των εξαγωγών μισό δις ευρώ κάθε χρόνο, ανταγωνίζεται σε μια πολύ δύσκολη αγορά, όπου οι μεγάλοι “παίκτες” δεν αφήνουν πολλά περιθώρια μεριδίων, ενώ άλλες χώρες μπαίνουν σταδιακά στην αγορά ελαιολάδου κάνοντας ακόμη πιο σκληρό τον ανταγωνισμό.
Και αυτές οι εμπορικές συνθήκες δυστυχώς βρίσκουν την χώρα μας εξουθενωμένη από την πολύχρονη οικονομική κρίση, που σημαίνει περιορισμένες δυνατότητες στο θέμα της προώθησης, που είναι ένα από τα δύο σημαντικά τρωτά σημεία του συγκεκριμένου προϊόντος.
Το δεύτερο είναι η τυποποίηση.
Πριν όμως δούμε αναλυτικότερα σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα η πολιτική για το ελαιόλαδο και τι σκοπεύουμε να κάνουμε – αν σκοπεύουμε - θα ήταν χρήσιμο να δούμε ποια είναι τα σημερινά δεδομένα στην αγορά ελαιολάδου, τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή.
Το ελαιόλαδο αποτελεί για την Ελλάδα όχι μόνο πηγή εισοδήματος αλλά και μια πολιτιστική αξία αιώνων που συνδέεται με την ιστορία, το περιβάλλον και την τοπική οικονομία.
Το ελαιόλαδο αντιστοιχεί το 9% της αξίας της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα και η χώρα μας είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός μετά την Ισπανία και την Ιταλία.
Σήμερα εκτιμάται ότι από την ελαιοκομία και την ελαιοπαραγωγή έχουν εισόδημα περίπου 600.000 οικογένειες, ενώ καλλιεργούνται σε όλη την Ελλάδα περίπου δέκα εκατομμύρια στρέμματα.
Η μέση ετήσια παραγωγή είναι μεταξύ 280 και 300 χιλιάδων τόνων όπως λέει στο CNN Greece o κ. Γιώργος Οικονόμου πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) και το ύψος της εξαρτάται από τη χρονιά.
Το 2016 για παράδειγμα, ήταν η χειρότερη χρονιά την τελευταία τριακονταετία, με την παραγωγή να μην ξεπερνά τους 220 χιλιάδες τόνους.
Από αυτά, λιγότερο από το ένα τρίτο, περίπου 27%, καταλήγει στην τυποποίηση ενώ περίπου άλλο ένα τρίτο προορίζεται για αυτοκατανάλωση και παρεμπόριο, με τον γνωστό “τενεκέ”...
Να σημειωθεί ότι στην Ιταλία το ποσοστό του λαδιού που πάει στην τυποποίηση είναι 80% και στην Ισπανία 50%. Καταλαβαίνει κανείς επομένως από αυτό και μόνο, πόσο καλύτερα οργανωμένες είναι οι αγορές στις δύο παραπάνω χώρες, σε σχέση με την Ελλάδα.
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί τα τελευταία 25 χρόνια φτάνονταις τα τρία εκατομμύρια τόνους από 1,5 εκατομμύριο τόνους το 1990. Αυτό συνέβη λόγω μιας μεγάλης αναδιοργάνωσης που έκανε η Ισπανία στον αγροτικό της τομέα και κατάφερε να διπλασιάσει την παραγωγής της. Σήμερα καλύπτει το 40% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ μεγάλη αύξηση στην παραγωγή πέτυχαν νέες χώρες παραγωγοί (Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία) που αύξησαν το ποσοστό τους από το 25% το 1990 σε 35% σήμερα.
Η Ιταλία, παραδοσιακή δύναμη στο ελαιόλαδο, αυτή τη στιγμή είναι κοντά στο 14% της παγκόσμιας παραγωγής και η Ελλάδα στο 11%. Θα αναρωτηθεί κανείς πως καταφέρνει η Ιταλία να είναι τόσο ισχυρή δύναμη στις εξαγωγές ενώ η παραγωγή της δεν απέχει και πολύ από τη δική μας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει χτίσει εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, ένα ισχυρό brand name που τις δίνει πρόσβαση στις αγορές και στα δίκτυα διακίνησης.
Εκμεταλλευόμενοι οι Ιταλοί τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεων της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία τυποποίησης της τάξης του 1,3 ευρώ στο λίτρο όπως καταδεικνύει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας του 2015.
Αν τώρα σκεφτούμε ότι το χύμα ελαιόλαδο πωλείται από την Ελλάδα και την Ισπανία στην Ιταλία σε τιμή κοντά στα 2,3 ευρώ, μπορεί να υπολογίσει κανείς τι απώλειες έχουμε για το εθνικό εισόδημα.
Δεν εκμεταλλευτήκαμε τις συγκυρίες
Όπως σημείωνε και η μελέτη της Εθνικής, με την οποία συμφωνούν παράγοντες της αγοράς, οι Έλληνες παραγωγοί δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν αυτό το ρεύμα που δημιούργησε η διεθνής παραγωγή με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% τη δεκαετία του 1990.
Σε αυτό ευθύνονται καταρχάς η κατακερματισμένη δομή του κλάδου, ο μεγάλος αριθμός μικρών ελαιοτριβείων με παλαιό τεχνολογικό εξοπλισμό και φυσικά ότι πολύ λίγο από το λάδι που παράγουμε φτάνει μέχρι την τυποποίηση.
Αναφορικά με την πώληση του χύμα λαδιού στους Ιταλούς, απ όπου έχουμε και μεγάλες απώλειες, όπως εξηγεί ο κ. Αποστόλου στο CNN Greece, “οι Ιταλοί χονδρέμποροι έρχονται στην Ελλάδα και πληρώνουν μετρητά ή σχεδόν με μετρητά, γεγονός που εξυπηρετεί τις ανάγκες ρευστότητας των παραγωγών. Από της στιγμή που δεν υπάρχει πλέον ο Αγροτική Τράπεζα και η οικονομική κατάσταση τα τελευταία χρόνια είναι αυτή που είναι, είναι δύσκολο ο παραγωγός να καλύψει τις ανάγκες του για ρευστότητα. Είναι αδιανόητο, το ελληνικό ελαιόλαδο να πωλείται από άλλες χώρες και να καρπώνονται αυτές την υπεραξία” καταλήγει ο κ. Αποστόλου.
Ωστόσο παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε σαφής στρατηγική, μέχρι τώρα το ελληνικό ελαιόλαδο κατάφερε στις εξαγωγές να ακολουθήσει την τάση - παρά το ότι έχασε μερίδιο αγοράς - γεγονός που δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης. Όπως είπε ο κ. Οικονόμου “από τους 15.000 τόνους που ήταν οι εξαγωγές μας προ πενταετίας έχουμε φτάσει τους 30.000 τόνους. Ο στόχος των 50.000 τόνων είναι εφικτός και ελπίζουμε να το πιάσουμε στην επόμενη διετία αξιοποιώντας τις δράσεις προώθησης.”
Το ερώτημα είναι τί πρέπει να γίνει.
Όπως είπε στο CNN Greece ο κ. Αποστόλου, για να αντιστραφεί η αυτή η τάση, το υπουργείο σκοπεύει με βάση το νέο νόμο για τους συνεταιρισμούς που ψηφίστηκε πρόσφατα, να προωθήσει την δημιουργία πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών.
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Αποστόλου πιστεύει με την κάρτα του αγρότη (ένα νέο πιστωτικό εργαλείο για αγρότες που δικαιούνται επιδότηση) που θα βοηθήσει να ξεπεραστούν προβλήματα ρευστότητας άλλα και με τις μικρές δυνατότητες που θα δώσει το πιστωτικό σύστημα, θα γίνουν σημαντικές παρεμβάσεις.
Μας είπε επίσης ότι στο προσεχές διάστημα θα δημιουργηθεί μια ομάδα σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Οικονομίας για τη στήριξη των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό, με μοχλό τις πρεσβείες μας.
Τέλος αποκάλυψε ότι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο επόμενο διάστημα θα δώσει προς διαβούλευση μια σημαντική παρέμβαση στην αγορά που αφορά στη διακίνηση, τις ελληνοποιήσεις και τους τρόπους πληρωμής των αγροτικών προϊόντων, ενώ αναφορικά με τις εισαγωγές, οι πύλες εισόδου της χώρας θα εφοδιαστούν με σκάνερς για την καταγραφή όλων των προϊόντων που μπαίνουν στην Ελλάδα.
Το ζήτημα όμως είναι αν αυτές οι παρεμβάσεις αρκούν για να αντιστραφεί η κατάσταση στον τομέα των εξαγωγών όπου όπως είπαμε και στην αρχή, είναι το νούμερο ένα πρόβλημα.
Εκστρατείες προώθησης
“Γίνονται εκστρατείες προώθησης των ελληνικών ελαιολάδων από τις εταιρίες αλλά και με τη βοήθεια της πολιτείας μέσα από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα” θα πει στο CNN Greece o κ. Οικονόμου. Σημειώνεται ότι για την προώθηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων το κράτος δαπανά πάνω από 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, και ένα σημαντικό ποσό από αυτά είναι για το ελαιόλαδο.
“Η προβολή και το μάρκετινγκ θα βοηθήσει στην αναγνωρισιμότητα που αυτή τη στιγμή είναι το ζητούμενο. Σε επίπεδο τιμής είμαστε ακριβοί σε σχέση με τους Ισπανούς, σε επίπεδο αναγνωρισιμότητας έχουμε πρόβλημα σε σχέση με τους Ιταλούς. Είμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κολοσσούς.
Αναζητούμε ταυτότητα και αναζητούμε νέους χώρους πώλησης και αγορές που να έχουν μια διαφοροποίηση, και που μπορούν να πουλήσουν κάτι ακριβότερο.
Σημαία μας είναι η ποιότητα και αξιοποιούμε μηχανισμούς όπως είναι τα βιολογικά, τα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης και προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης,
καθώς κάποιες περιοχές της χώρας μας έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα.
Παλιότερα οι εξαγωγές μας πήγαιναν στην ομογένεια. Σήμερα η τοποθέτηση γίνεται σε με μεγάλες αλυσίδες και κερδίζουμε αναγνωρισιμότητα μέρα με τη μέρα.”
Ποιότητα και έλεγχοι
Ένα ακόμη ζήτημα που αφορά περισσότερο όμως την εσωτερική αγορά είναι το θέμα της ποιότητας και των ελέγχων. Το ελληνικό λάδι είναι περιζήτητο στο εξωτερικό και ότι φεύγει από την Ελλάδα είναι τυποποιημένο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όπου ελαιόλαδο διακινείται εκτός εμπορικού κυκλώματος.
Στην εσωτερική αγορά υπάρχουν περιπτώσεις νοθείας και κακών πρακτικών χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να πούμε ότι είναι η κυρίαρχη τάση.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΕΦΕΤ στο ελαιόλαδο είναι η υποβάθμιση της ποιότητάς του, λόγω μη ορθών συνθηκών διατήρησης και αποθήκευσή τους.
Όπως εξηγεί στο CNN Greece o πρόεδρος του ΕΦΕΤ κ. Ιωάννης Τσιάλτας, “σε αυτή την περίπτωση τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου δεν ανταποκρίνονται στα στάνταρντ που έχουν τεθεί. Μια άλλη περίπτωση είναι όπως λέει ο κ. Τσιάλτας η διακίνηση χρωματισμένων σπορελαίων με σήμανση “εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου.”
“Τα ποσοστά της παραβατικότητας ωστόσο είναι χαμηλά όπως δείχνουν οι επίσημοι έλεγχοι.
Στο επίπεδο των εγκεκριμένων ελαιοτριβείων εμφανίζονται μεμονωμένα περιστατικά νοθείας. Ωστόσο στη Β. Ελλάδα υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο νοθείας ελαιολάδου του οποίο παράγεται από μη εγκεκριμένες εγκαταστάσεις και οι οποίες είναι δύσκολο να εντοπιστούν.”
Αναφορικά με τις εισαγωγές, ο κ Τσιάλτας επισημαίνει ότι σε χρονιές με χαμηλή παραγωγή στην Ελλάδα, υπάρχουν περιστατικά εισαγωγών ελαιολάδου από άλλες ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να συμπληρωθούν οι ποσότητες που χρειαζόμαστε για την εσωτερική αγορά. Να σημειωθεί ότι η εσωτερική κατανάλωση τυποποιημένου ελαιολάδου είναι μεταξύ 35 και 40 χιλιάδων τόνων ετησίως.
“Επειδή αυτό το ελαιόλαδο που έρχεται απ’ έξω θεωρείται χαμηλότερης ποιότητας από το ελληνικό και με τις προσμίξεις που γίνονται υπάρχει υποβάθμιση του προϊόντος και η οποία δεν επιτρέπεται, δεδομένου ότι η προέλευση των ελαιολάδων θα πρέπει να αναφέρεται στην επισήμανση” καταλήγει ο κ. Τσιάλτας.
Τώρα αν ελληνικό λάδι επιστρέφει από ευρωπαϊκή χώρα “βαφτισμένο” ως ιταλικό ή ισπανικό δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί.
“Η διακίνηση εμπορευμάτων εντός της ΕΕ είναι ελεύθερη και δύσκολα μπορούν να διαπιστωθούν τέτοιους είδους παραβάσεις εκτός και αν γίνει καταγγελία.”
Και ο κ. Τσιάλτας αλλά και ο κ. Αποστόλου, αναφερόμενοι στην εσωτερική αγορά τονίζουν ότι η νοθεία βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο παρεμπόριο με τη διακίνηση χύμα λαδιού. Να σημειωθεί ότι το ένα τρίτο της παραγωγής στην Ελλάδα είναι για αυτοκατανάλωση και διακίνηση με αυτόν τον τρόπο. Στις περισσότερες περιπτώσεις το χύμα λάδι που διακινείται χωρίς παραστατικά είναι νοθευμένο οπότε σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας του καταναλωτή.
“Χρειαζόμαστε σύμμαχο τον καταναλωτή για να τον πείσουμε ότι ο τενεκές που αγοράζει δεν είναι αυτό που νομίζει. Επιπλέον αυτή η διακίνηση δεν αποτυπώνεται με φορολογικά στοιχεία και έτσι έχουμε μεγάλες απώλειες, φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ” τονίζει ο κ. Αποστόλου.
Σε αυτήν την περίπτωση, όπως είπε ο υπουργός, “το κράτος χρειάζεται τη βοήθεια του καταναλωτή ο οποίος πρέπει να καταλάβει ότι το λάδι τενεκέ δεν είναι διασφαλισμένης ποιότητας.”
Επιπλέον αναφορικά με δράσεις σε πολιτικό επίπεδο αποκάλυψε ότι σχεδιάζεται μια παρέμβαση μελλοντικά με την οποία αυτό “το ελαιόλαδο θα διακινείται με φορολογικά στοιχεία έχοντας έναν υποτυπώδη βαθμό τυποποίησης.”
Όπως σημειώνει η ΕΤΕ στη μελέτη της στα επόμενα χρόνια ο ανταγωνισμός θα ενταθεί καθώς εισέρχονται νέοι παίκτες όπως οι ΗΠΑ ενώ η εγχώρια αγορά θα δεχθεί πιέσεις λόγω της αναθεώρησης τη Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που προβλέπει ότι μέχρι το 2020 θα μειωθούν οι επιδοτήσεις σχεδόν κατά ένα τρίτο. Εκτιμάται ότι η παραγωγή θα σταθεροποιηθεί κοντά στις 280.000 τόνους με το μερίδιο της Ελλάδας να περιορίζεται στο 8,5% το 2020 από 11% το 2014.
Ωστόσο η τάση είναι ευνοϊκή και υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης καθώς η ζήτηση αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 2,7% με την αύξηση αυτή να προέρχεται από τις μη παραδοσιακές αγορές, ενώ ανοδικά θα κινηθούν και οι τιμές.
Επιπλέον δύο νέες μεγάλες αγορές, η Ρωσία και η Κίνα προσφέρουν μεγάλες ευκαιρίες μιας και το ιταλικό ελαιόλαδο δεν έχει ακόμη εκεί κυριαρχήσει.
Για να μην χάσουμε και αυτή τη φορά το τρένο των εξαγωγών οι κκ. Αποστόλου και Οικονόμου συμφωνούν ότι οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν εκτός από την προώθηση, στην τυποποίηση , να αυξηθεί δηλαδή το ποσοστό του λαδιού που προορίζεται για τυποποίηση , ώστε να υπάρχει κρίσιμη μάζα για τις εταιρίες για να μπορέσουν να προωθήσουν το προϊόν σε μεγάλες αγορές. Ταυτόχρονα να υπάρξει μεγαλύτερη συγκέντρωση και καθετοποίηση στην τυποποίηση ώστε να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακας για να μπορέσει το ελληνικό λάδι να είναι ανταγωνιστικό και ως προς την τιμή του.
Δημοσιεύθηκε στο CNN Greece 15-2-2017