Το καλοκαίρι του 2008 όταν η παγκόσμια οικονομία προσπαθούσε να συνέλθει από την κατάρρευση της Lehman Brothers η Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα προχώρησε σε μια περίεργη κίνηση. Αύξησε τα επιτόκια παρά το γεγονός ότι η ευρωζώνη βρισκόταν ήδη σε ύφεση. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση του πληθωρισμού. Σε μια χρονική στιγμή που οι τιμές των τροφίμων είχαν πάρει την ανιούσα ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε στο 4%.
Το 2008 έμεινε στην ιστορία ως το έτος της κρίσης, αλλά εκτός αυτού, ήταν και έτος του πληθωρισμού με τις τιμές στα βασικά καταναλωτικά αγαθά να αυξάνουν ραγδαία και το πετρέλαιο να φτάνει τα 147 δολάρια το βαρέλι.
Τρία χρόνια μετά, οι κυβερνήσεις στον κόσμο βρίσκονται αντιμέτωπες με μια νέα ραγδαία αύξηση των τιμών στα βασικά καταναλωτικά αγαθά και με αύξηση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός όμως δεν επιδρά σε όλους το ίδιο. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα τρόφιμα απορροφούν μόνο το 10-15% του οικογενειακού εισοδήματος γεγονός που σημαίνει ότι οι μεταβολές στις τιμές τους έχουν μικρή επίδραση στον δείκτη τιμών καταναλωτή. Σε χώρες όμως όπως η Ρωσία ή η Κίνα απορροφούν το 50% του οικογενειακού εισοδήματος ενώ στις αφρικάνικές χώρες κατά μέσο όρο το 75%.
Για τους πολίτες αυτών των χωρών η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα οδηγεί σε περαιτέρω συμπίεση του οικογενειακού εισοδήματος. Κι αν οι ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί μπορούν να καλύψουν αυτή την απώλεια περικόπτοντας από δευτερεύουσας σημασίας καταναλωτικά αγαθά οι πολίτες στον αναπτυσσόμενο κόσμο δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια.
Αποτέλεσμα να ξεσπούν βίαιες ταραχές όπως πρόσφατα σε Τυνησία και Αλγερία ενώ αξιωματούχοι του ΟΗΕ επισημαίνουν τον κίνδυνο κλιμάκωσης της κοινωνικής αντίδρασης.
Αυτό που οδηγεί προς τα πάνω τις τιμές στα τρόφιμα είναι συνδυασμός πολλών παραγόντων. Στη δεκαετία του 60 και του 70 η πράσινη επανάσταση, δηλαδή η χρήση της βιοτεχνολογίας για την αύξηση της παραγωγής έδωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη λύση στην κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού της γης. Η πράσινη επανάσταση όμως έφτασε στα όρια της ενώ ο πληθυσμός της γης συνεχίζει να αυξάνει και επιπλέον η ταχεία ανάπτυξη χωρών του τρίτου κόσμου διευρύνει την αστική τάξη η οποία καταναλώνει όλο και περισσότερο.
Για παράδειγμα στην Ινδία τη δεύτερη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος τα τελευταία πέντε χρόνια έχει δημιουργήσει 220 εκατομμύρια καταναλωτές βασικών προϊόντων όπως γάλακτος, αυγών και κρέατος. Με τη ζήτηση αυτών των προϊόντων να αυξάνει, είναι επόμενο να αυξάνουν και οι τιμές. Ο πληθωρισμός –για το καλάθι τω τροφίμων- στην Ινδία έχει αυξηθεί φέτος κατά περίπου 17%. Οι τιμές στα λαχανικά έχουν αυξηθεί σε ετήσια βάση κατά 70% ενώ η χώρα πρόσφατα έθεσε περιορισμούς στις εξαγωγές κρεμμυδιών, γεγονός που προκάλεσε μια ακόμη ρήξη με το Πακιστάν, κύριο εισαγωγέα ινδικών κρεμμυδιών.
Για μία χώρα όπως η Ινδία που το 40% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα έρχεται να ακυρώσει μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που πέτυχε τα τελευταία χρόνια.
Αν στην αύξηση του πληθυσμού προσθέσουμε μια σειρά από ακραία καιρικά φαινόμενα που είχαν σαν αποτέλεσμα φτωχές παραγωγές σε Ρωσία και Αυστραλία, τη διαρκή αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων που προορίζονται για την παραγωγή βιοκαυσίμων και την αύξηση της τιμής του πετρελαίου έχουμε ένα εκρηκτικό μίγμα παραγόντων που σπρώχνει τις τιμές διαρκώς πιο ψηλά.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) τονίζει ότι ο δείκτης τιμών των βασικών τροφίμων έφτασε το Δεκέμβρη στις 214,7 μονάδες, το υψηλότερο σημείο από το 1990 ακόμη ψηλότερα και από τον Ιούνιο του 2008 εν μέσω της κρίσης όταν βρισκόταν στις 213,5 μονάδες.
Ο κίνδυνος κοινωνικής έκρηξης είναι πλέον ορατός επισημαίνει ο FAO και τα πρώτα δείγματα έρχονται από την Τυνησία και την Αλγερία.
Στη Σρι Λάνκα ο στρατός έχει ξεχυθεί στην επαρχία για να αγοράσει λαχανικά και στη συνέχεια τα πουλάει στην πρωτεύουσα Κολόμπο με οικονομική ζημιά προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Στη Βενεζουέλα οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 34% τον τελευταίο χρόνο ενώ στη Βρετανία οι αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης κυμαίνονται από 5,5 έως 7%.
Οι αιτίες
Αναλυτές συμφωνούν ότι η αυξητική τάση στις τιμές των τροφίμων δεν είναι ένα παροδικό πρόβλημα. Ακόμη και αξιωματούχοι του ΟΗΕ τονίζουν ότι ακόμη δεν έχουμε δει τις ψηλότερες τιμές.
Οι αιτίες για τις οποίες θα συνεχιστούν οι αυξήσεις είναι αρκετές.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω κλιματικής αλλαγής, η έλλειψη νερού, η μείωση της παραγωγής, η χρήση των βιοκαυσίμων, η αστικοποίηση του πληθυσμού είναι παράγοντες που ωθούν τις τιμές ψηλότερα. Οι παράγοντες αυτοί θα εξακολουθούν να δημιουργούν πίεση στις τιμές ενώ παράλληλα ο πληθυσμός της γης θα αυξάνεται όπως και η ζήτηση.
Ο πληθυσμός σήμερα φτάνει το 7 δισεκατομμύρια και το 2050 προβλέπεται να έχει φτάσει τα 9,5 δισεκατομμύρια. Η ανάπτυξη στις αναδυόμενες αγορές θα είναι ο βασικός παράγοντας που θα επηρεάσει την ισορροπία των τιμών στα προσεχή χρόνια.
Σε δύο δεκαετίες από σήμερα το Ε7 -οι επτά αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη-, (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Μεξικό, Ινδονησία και Τουρκία), αναμένεται να είναι μεγαλύτερο ως οικονομία, από το G7 (HΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Καναδάς και Ιταλία). Καθώς οι κάτοικοί τους θα γίνονται πλουσιότεροι θα ζητούν όλο και περισσότερα τρόφιμα γεγονός που θα οδηγεί τις τιμές συνεχώς ψηλότερα.
Δημοσιεύθηκε στον Ελεύθερο Τύπο 16-01-2011