Η αποκάλυψη ότι οργάνωση νεοναζί στη Γερμανία δρούσε σχεδόν ανενόχλητη επί μία δεκαετία έχοντας στο ενεργητικό της δέκα δολοφονίες και δεκάδες ένοπλες ληστείες έχει προκαλέσει σοκ στην γερμανική κοινωνία και έχει φέρει σε αμηχανία τον πολιτικό κόσμο. Η αμηχανία έγινε μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις ότι το δίκτυο είχε πιθανώς υπόγειες διασυνδέσεις με την αστυνομία. Την τελευταία εβδομάδα δύο μέλη της οργάνωσης συνελλήφθησαν και δύο αυτοκτόνησαν πριν συλληφθούν, αφήνοντας πίσω τους έναν οπτικό δίσκο στον οποίο παραδέχονται ότι είχαν διαπράξει τις δολοφονίες δέκα πολιτών, εννέα Τούρκων και ενός Έλληνα. Η αστυνομία άνοιξε ξανά τις υποθέσεις ρατσιστικής βίας από το 1998 και βρήκε στοιχεία για τη δράση της σπείρας που περιλαμβάνει εκτός από τις δολοφονίες μια βομβιστική επίθεση στην Κολωνία στην οποία είχαν τραυματιστεί 23 άνθρωποι και αρκετές ληστείες.
Η αποκάλυψη φέρνει τους Γερμανούς αντιμέτωπους με ένα κομμάτι του παρελθόντος που θα ‘θελαν να ξεχάσουν αλλά πολύ περισσότερο με το ζήτημα της ναζιστικής απειλής που επανέρχεται και για την οποία, χρόνια τώρα έχουν κλείσει τα μάτια.
Το Νοέμβριο του 1990 ένα νεαρός από την Αγκόλα βρήκε τραγικό θάνατο από ξυλοδαρμό από ομάδα νεοναζί στην πόλη Έμπερσβαλντε. Ήταν το πρώτο θύμα ρατσιστικού μίσους μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής για τη γερμανική κοινωνία όπου κάνει πλέον εμφανή την παρουσία της η ακροδεξιά τρομοκρατία.
Δύο χρόνια αργότερα το δικαστήριο της Φρανκφούρτης καταδίκασε πέντε από τους άντρες που κατηγορήθηκαν για την υπόθεση. Η πιο αυστηρή ποινή ήταν τέσσερα χρόνια ενώ ένας καταδικάστηκε σε δύο χρόνια με αναστολή. Το περιστατικό συνέβη πριν από είκοσι χρόνια αλλά όπως φαίνεται οι Γερμανοί δεν διδάχθηκαν από τα λάθη τους. Κάθε χρόνο δαπανούν τουλάχιστον 24 εκατομμύρια ευρώ σε προγράμματα κατά τις ρατσιστικής βίας και έχουν πολλούς πληροφοριοδότες μέσα στις ομάδες των νεοναζί. Πληροφοριοδότες ακόμη και από το ακροδεξιό κόμμα NPD, γεγονός το οποίο απέτρεψε την προσπάθεια του πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ να το θέσει εκτός νόμου.
Παρόλα αυτά η βία συνεχίζεται ακόμη πιο έντονη.
Πρόσφατα δύο γερμανικές εφημερίδες, οι Die Zeit και η Die Tagesspiegel έκαναν έρευνα και διαπίστωσαν ότι από το 1990 137 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους από επιθέσεις νεοναζί επειδή είχαν «λάθος χρώμα» ή επειδή μιλούσαν γερμανικά με «περίεργη προφορά».
Η Γερμανία έχει βρεθεί απέναντι σε ένα πρόβλημα το οποίο δεν ήθελε να δει στις πραγματικές του διαστάσεις και οι αρμόδιες αρχές έχουν φτάσει στο σημείο σήμερα, σύμφωνα με το περιοδικό Spiegel να αναρωτιούνται πως ήταν δυνατό να αγνοήσουν ένα ζήτημα το οποίο ήταν αδύνατο να αγνοήσουν…
Το θέμα απασχόλησε τη γερμανική Βουλή και ειδική επιτροπή εξέτασε κόμη και την πιθανότητα να γίνει νέα προσπάθεια για να απαγορευτεί η δράση του NPD. Το συγκεκριμένο ακροδεξιό κόμμα απορρίπτει στα λόγια τη βία αλλά θεωρείται το θεσμικό όργανο που εκπροσωπεί τις ακραίες ομάδες.
Η Γερμανία έχει ιστορικό πολιτικής βίας. Στη δεκαετία του 70 η δράση της RAF είχε σπείρει τον πανικό στη Δυτική Γερμανία. Σε αντίθεση με την βία της RAF που ήταν μια αριστερή οργάνωση οι νεοναζιστικές ομάδες δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη των χτυπημάτων τους. Δεν καλύπτουν τις πράξεις τους με κάποιον ιδεολογικό μανδύα και λειτουργώντας περίπου ως συμμορίες μπορεί να εξαιρέσουν περιοχές στις οποίες το επίσημο κράτος έχει απολέσει τη δύναμη επιβολή τους νόμου και οι ίδιες οι ομάδες λειτουργούν περίπου ως μαφία.
Υπάρχουν περιοχές στη Γερμανία, κυρίως στην ανατολική, που οι αλλοδαποί προτιμούν να μην πηγαίνουν ενώ αμερικανικοί ταξιδιωτικοί οδηγοί εφιστούν την προσοχή στους Αφροαμερικανούς να αποφεύγουν τις επισκέψεις εκεί.
Σύμφωνα με στοιχεία στη Γερμανία γίνεται τουλάχιστον μία επίθεση νεοναζιστών κάθε εβδομάδα. Επίσημα το γερμανικό κράτος υποστηρίζει ότι από το 1990 ο αριθμός των νεκρών ως αποτέλεσμα ρατσιστικής βίας είναι 46. Το επίσημο νούμερο παραμένει αμετάβλητο παρά την έρευνα των δύο εφημερίδων αλλα και πάλι δεν είναι μικρό, αν σκεφτεί κανείς ότι είναι μεγαλύτερο από τον αριθμό των νεκρών που άφησε πίσω της η RAF. ¨
Η πραγματική έκταση του προβλήματος όμως φαίνεται αν στις ρατσιστικές επιθέσεις που καταλήγουν σε θάνατο πολίτη προστεθούν και οι υπόλοιπές ενέργειες που στη χειρότερη έχουν αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς και που είναι πολύ δύσκολο να καταμετρηθούν.
Ένας από τους λόγους που η Γερμανοί αδυνατούν να δουν την πραγματικότητα οφείλεται σύμφωνα με το Spiegel στο δικαστικό σύστημα της Γερμανίας.
Αρκετοί δικαστές διστάζουν ακόμη να χαρακτηρίσουν τα κίνητρα τέτοιων επιθέσεων ως πολιτικά και αυτό λόγω του γερμανικού νόμου που ζητεί μια πολύ εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία για τέτοιου είδους κίνητρα. Αν κάποιος καταδικαστεί με βάση τέτοια επιχειρήματα είναι πιθανό να κάνει έφεση κάτι που οι δικαστές θέλουν να αποφύγουν.
Επιπλέον σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας, πολιτικοί και αστυνομία κάνουν από κοινού προσπάθειες να αποκρύψουν την έκταση της ρατσιστικής βίας.
Το 2007 ξέσπασε σκάνδαλό στο κρατίδιο της Σαξονίας –Άνχαλντ όταν αποκαλύφθηκε ότι η αστυνομία είχε μεθοδευμένα χαρακτηρίσει λιγότερα από όσα πραγματικά είχαν συμβεί εγκλήματα, ως αποτέλεσμα δράσης ακροδεξιών.
Τρεις αστυνομικοί, αρμόδιοι για τα εγκλήματα από ακροδεξιές ομάδες κατέθεσαν ότι ανώτεροι αξιωματικοί τους είχαν υποδείξει το 2007 ότι «δεν χρειάζεται να καταγράφουν όλα τα περιστατικά» κι αυτό γιατί ο μεγάλος αριθμός τέτοιων εγκλημάτων θα αμαυρώσει την εικόνα του κρατιδίου.
Υπήρξε μάλιστα και μαρτυρία από το αρμόδιο γραφείο έρευνα επί εγκλημάτων σύμφωνα με την οποία ο υπουργός εσωτερικών του κρατιδίου είχε δώσει εντολή να «τροποποιηθεί ο αριθμός των κρουσμάτων». Ο ίδιο μάρτυρας κατέθεσε ότι τουλάχιστον 135 υποθέσεις ακροδεξιάς βίας δεν καταγράφηκαν ως τέτοιες.
Το 2010 οι γερμανικές αρχές υπολόγισαν ότι στη χώρα δρουν περίπου 25.000 ακροδεξιοί εξτρεμιστές και οι 9.500 από αυτούς χαρακτηρίστηκαν επιρρεπείς σε πράξεις βίας.
Το υπουργείο δικαιοσύνης της Γερμανίας μελετά αυτή τη στιγμή την ανασυγκρότηση της υπηρεσίας για την προστασία του συντάγματος και τη συγχώνευση των 16 παραρτημάτων σε τρία με τέσσερα. Το υπουργείο εσωτερικών από την άλλη σχεδιάζει την δημιουργία ενός κοινού κέντρου για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού εξτρεμισμού και όλα τα πολιτικά κόμματα συζητούν την απαγόρευση δράσης τoυ NPD. Στην προηγούμενη απόπειρα απαγόρευσης του NPD αρμόδια επιτροπή είχε καταθέσει πόρισμα 100 σελίδων με επιχειρήματα για τις σχέσεις του κόμματος με υπόθαλψη εγκληματιών. Η προσπάθεια όμως δεν προσχώρησε γιατί αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον 100 μέλη του κόμματος είχαν διεισδύσει σε νεοναζιστικές ομάδες και λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες των κρατικών αρχών ασφαλείας.
Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 27-11-2011