Διορθωτικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική της ευρωζώνης, πιθανή νέα κρίση στην Ευρώπη λόγω της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία και ανάγκη συνεργασίας της Αριστεράς με την παραδοσιακή Σοσιαλδημοκρατία βλέπει ο Άξελ Τρόοστ, αναπληρωτής πρόεδρος του κόμματος της Αριστεράς της Γερμανίας (Die Linke), ο οποίος βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα με αφορμή εκδήλωση που διοργάνωσαν στο Ινστιτούτο Γκαίτε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, το Ίδρυμα «Friedrich Ebert» και το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος «Ρόζα Λούξεμπουργκ».
Συναντήσαμε τον Κ. Τρόοστ την επόμενη της εκδήλωσης, και συζητήσαμε μαζί του για τη νέα κυβέρνηση στην Γερμανία, την ευρωπαϊκή κρίση, την Ελλάδα, και το μέλλον της Αριστεράς.
Ερ: Έχουμε επιτέλους καινούρια κυβέρνηση στην Γερμανία, αλλά οι συσχετισμοί δεν έχουν αλλάξει και πολύ, με την διαφορά ότι η κυρία Μέρκελ υποχρεώθηκε να δώσει στο SPD το σημαντικό υπουργείο οικονομικών. Περιμένετε κάποια αλλαγή στάσης απέναντι στην Ελλάδα και για να το διευρύνω περισσότερο: Περιμένετε κάποια αλλαγή στην οικονομική πολιτική της ΕΕ όπου η Γερμανία έχει δεσπόζουσα θέση;
Α.Τ.: Πρώτον, η θέση του SPD είναι σίγουρα ενισχυμένη καθώς η καγκελάριος χρειαζόταν ένα εταίρο για το συνασπισμό. Δεύτερο, ο κ. Σόιμπλε που εδώ και οχτώ χρόνια είχε καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της γερμανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής δεν είναι πλέον υπουργός οικονομικών και τρίτο, στη σύμβαση των δύο κομμάτων για τη σύναψη συνασπισμού, το θέμα της Ευρώπης απαντάτε συχνά και μάλιστα με έντονο προσανατολισμό προς αλλαγές.
Ταυτόχρονα, στη Γαλλία έχουμε μια κατάσταση στην οποία ο πρόεδρος Μακρόν ασκεί πιέσεις για μια διαφορετική πολιτική και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλώνει ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε όπως το κάναμε μέχρι στιγμής. Γι αυτό και περιμένω μια αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής τουλάχιστον σε σχέση με αυτή που ήταν μέχρι σήμερα. Περιμένω κάποιες αλλαγές και κάποιες υποχωρήσεις. Τώρα κατά πόσο αυτές θα πάνε τόσο μακρυά ώστε να βοηθήσουν σε μια ελάφρυνση της θέσης της Ελλάδας, αυτό είναι κάτι που προς το παρόν δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί.
Ερ: Κοντεύουμε σχεδόν τα δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης στην ΕΕ και η Αριστερά, με εξαίρεση στην Ελλάδα δεν κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Γιατί συνέβη αυτό κατά την άποψή σας; Δεν έχει πλέον η Αριστερά τα επιχειρήματα να πείσει;
Α.Τ.: Αυτό που λέτε ισχύει. Η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη δεν κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια του κόσμου και ίσως βγήκε και αποδυναμωμένη από την κρίση. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για το γερμανικό κόμμα της Αριστεράς, το οποίο σταθεροποίησε τη θέση του αν και όχι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η κατάσταση είναι δύσκολη, ιδίως λόγω τη παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης και ενόψει της κατάστασης αυτής ο κόσμος φαίνεται ότι δεν έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα των αριστερών κομμάτων να προσφέρουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις.
Έτσι πρώτα ψήφισαν τα συντηρητικά κόμματα τα οποία όμως με τη σειρά τους επίσης δεν μπόρεσαν να προσφέρουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις και τώρα ο κόσμος έχει στραφεί σε όλες τις χώρες, στα κόμματα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς. Πάντως σε όλες τις χώρες βλέπουμε ότι τα κόμματα του ευρέως αριστερού χώρου, δηλαδή τα κόμματα του χώρου της Σοσιαλδημοκρατίας, των Πρασίνων αλλά και τα αριστερά κόμματα, τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά, βρίσκονται σε μία πιο αδύναμη θέση.
Αυτό το βλέπουμε ιδιαίτερα έντονα στην Ιταλία.
Ερ: Από ότι κατάλαβα από την παρέμβαση σας στην εκδήλωση που έγινε στο Ινστιτούτο Γκαίτε δεν περιμένατε αυτή την εξέλιξη στις Ιταλικές εκλογές; Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα που βγάζετε από το αποτέλεσμα;
Α.Τ.: Όχι δεν ήθελα να δημιουργήσω την εντύπωση ότι δεν περίμενα τα αποτελέσματα αυτά.
Ίσα ίσα, πιστεύω πως προβλεπόταν ότι η Δεξιά και η Ακροδεξιά θα έβγαιναν ενισχυμένες από τις εκλογές αυτές. Αυτό που δεν ήταν σαφές ήταν αν θα κατάφερναν να επιτύχουν μια πλειοψηφία και τελικά δεν τα κατάφεραν. Πολύ φοβάμαι ότι η Ιταλία αποτελεί τον προάγγελο μιας νέας κρίσης στην ευρωζώνη επειδή αν κοιτάξουμε τόσο τη στάση του ιταλικού πληθυσμού, όσο και την κατάσταση της ιταλικής οικονομίας και τις τάσεις που υπάρχουν εντός των εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων εκεί, βλέπουμε ότι κυριαρχούν οι θέσεις που είναι εχθρικές προς το ευρώ. Δεν είμαι ειδήμων περί Ιταλίας αλλά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εν έτη 2018 η χώρα αυτή απέχει μακράν από να επιτύχει ξανά το ΑΕΠ του 2008. Μιλάμε δηλαδή για δέκα χαμένα χρόνια. Δέκα χαμένα χρόνια με υψηλή ανεργία, με υψηλό δημόσιο έλλειμμα και τον πληθυσμό να μην έχει κάποια ελπίδα για βελτίωση αυτής της κατάστασης. Πιστεύω πως η ιταλική πολιτική στο σύνολό της χρειάζεται καινοτομίες για να μπορέσει να δεσμεύσει και πάλι τον πληθυσμό.
Ερ: Στην Ελλάδα η Αριστερά εκλέχθηκε για να ασκήσει μια αριστερή πολιτική αλλά γρήγορα δεσμεύτηκε να ακολουθήσει και ακολουθεί τις πολιτικές λιτότητας που επέβαλαν ΕΕ και ΔΝΤ με κάποιες ίσως μικρές παραλλαγές. Η ουσία δεν άλλαξε. Για πολλούς στην Ευρώπη ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την απόδειξη ότι Αριστερά στην Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον όχι μέσα σε αυτή την Ευρώπη, αν δεν υπάρξει πραγματική ρήξη με το φιλελεύθερο μοντέλο. Είναι εφικτό κάτι τέτοιο σήμερα να γίνει από την κοινοβουλευτική Αριστερά;
Α.Τ.:Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Στη Γερμανία έχουμε την εμπειρία σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων η Αριστερά να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Αυτό γίνεται ήδη εδώ και είκοσι χρόνια. Στο Μεκλεμβούργο, στην Άνω Πομερανία και στο Βερολίνο. Εκεί το πρώτο που έκανε η Αριστερά ήταν να εξυγιάνει τον προϋπολογισμό, δηλαδή να δώσει νέες δομές στο χάος που άφησε πίσω του το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα.
Αυτό φυσικά δεν είναι το πρώτιστο καθήκον της Αριστεράς και εν μέρει επίσης τιμωρηθήκαμε για αυτό, καταγράφοντας χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα. Ωστόσο δείχνει επίσης ότι η Αριστερά είναι ικανή να χειριστεί με υπευθυνότητα, χρήματα και να ασκήσει οικονομική πολιτική. Δηλαδή η πολιτική μας δεν αποσκοπεί μόνο στην ανάληψη νέων χρεών, όπως λέγεται συχνά.
Παρακολούθησα πολύ στενά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και είχα ήδη επαφές με πολιτικούς του κόμματος όπως με τον κ. Τσακαλώτο, όταν ακόμη το κόμμα ήταν στην αντιπολίτευση. Αυτό που αποδείχθηκε εντελώς εσφαλμένη εκτίμηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι πως η εκλογική νίκη ενός αριστερού κόμματος σε μια τόσο μικρή χώρα όπως η Ελλάδα με τόσο μεγάλη οικονομική εξάρτηση, θα μπορούσε να αποτελέσει την έναρξη μιας αλλαγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό αποδείχθηκε αυταπάτη.
Εκτός αυτού ίσως σε επίπεδα εσωτερικής πολιτικής, να δημιουργήθηκε μετά τις εκλογές η εντύπωση, ότι όλα μπορούν να αλλάξουν χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουν για παράδειγμα, το συνταξιοδοτικό ή το φορολογικό σύστημα. Δηλαδή χωρίς να υπάρξουν επιδράσεις στη ζωή των ανθρώπων. Γι αυτό και είναι κατανοητή η απογοήτευση πολλών ανθρώπων, όταν δηλαδή βλέπουν ότι δεν μπορούν να πάρουν από τη μία μέρα στην άλλη, τον παράδεισο επί γης.
Αλλά είναι επίσης σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, ο κ. Σόιμπλε, δεν έδωσαν καμία απολύτως ευκαιρία, καμία δυνατότητα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει μια ανεξάρτητη πολιτική.
Και είναι επίσης εντελώς σαφές πως τα πακέτα διάσωσης, τα μνημόνια που αναγκάστηκε η κυβέρνηση να υπογράψει, αποτελούν μια εντελώς εσφαλμένη δομή η οποία έχει επιβληθεί στην κυβέρνηση από έξω, χωρίς να της παρέχονται παρά μόνο ελάχιστα περιθώρια ελιγμών, κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής.
Πέρυσι επισκέφθηκα την Αθήνα ως μέλος μιας αντιπροσωπείας της Επιτροπής Οικονομικών του Γερμανικού κοινοβουλίου δηλαδή με βουλευτές του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος του Σοσιαλδημοκρατικού, των Πρασίνων και της Αριστεράς και είχαμε πάρα πολλές συνομιλίες. Σχεδόν παντού όπου μιλήσαμε, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ, μας ειπώθηκε ότι η τωρινή κυβέρνηση είναι η καλύτερη όσων αφορά την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων. Είναι κάτι για το οποίο δεν πρέπει να είναι κατ ανάγκη κανείς περήφανος ως αριστερός. Δείχνει ωστόσο ότι η κυβέρνηση αυτή είναι ικανή να λάβει λογικές μεταρρυθμίσεις.
Θυμάμαι μάλιστα ότι στην αντιπροσωπεία αυτή, συμμετείχε και η μελλοντική υπουργός προεδρίας του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, η οποία σε προσωπικές συνομιλίες, μου είπε πως τώρα μετά από την επίσκεψη στην Αθήνα, καταλαβαίνει πολύ καλύτερα την Ελληνική πολιτική.
Ερ: Γίνεται πολύ συζήτηση για τα πλεονάσματα στη Γερμανία και για την αναδιανομή τους υπέρ μιας ισόρροπης ανάπτυξης υπέρ της ΕΕ. Εσείς επίσης λέτε, σας άκουσα να το λέτε, για την ανάγκη δημιουργίας ευρωομολόγου για την αναχρηματοδότηση των χρεών. Τέτοιες προτάσεις από ότι βλέπουμε μέχρι στιγμής ανεξάρτητα αν είναι ή δεν είναι λογικές, δεν ενισχύουν μια διαφορετική αντίληψη για την Ευρώπη εντός της Γερμανίας. Αντίθετα θα έλεγα αυτό που βλέπουμε στη Γερμανία είναι μια άνοδος τους ευρωσκεπτικισμόυ και της ακροδεξιάς. Με την ακροδεξιά να είναι, βάσει δημοσκοπήσεων, δεύτερο κόμμα στην Γερμανία τέτοιες προτάσεις φοβάστε ότι μπορεί να την ενισχύσουν περαιτέρω;
Α.Τ.:Η διαφορά μεταξύ της Γερμανίας και άλλων χωρών είναι η εξής: Η Γερμανία είναι η χώρα που αποκομίζει τα κυρίως οφέλη, τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από το ευρώ
και αυτό το γνωρίζουν τόσο τα Συνδικάτα όσο και οι ενώσεις των εργοδοτών και πολλοί άλλοι. Αν λοιπόν καταρρεύσει το ευρώ, αυτό θα είναι καταστροφικό για τη Γερμανία. Μπορεί αυτό να μην διακρίνεται σε όλες τις φωνές της πολιτικής, ωστόσο ντε φάκτο είναι έτσι. Γι αυτό η γερμανική πολιτική θα προσπαθήσει με κάθε μέσο να σταθεροποιήσει το ευρώ.
Γι αυτό το λόγο και πολλοί στη Γερμανία , κατέκριναν τις δηλώσεις του κυρίου Ντράγκι του προέδρου της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, πως ανεξάρτητα από το κόστος θα σώσουμε το ευρώ. Η καγκελάριος ωστόσο αποδέχθηκε την τακτική αυτή την οποία και θεωρεί σωστή. Σε διαφορετική περίπτωση, θα αμφισβητούσαμε την ύπαρξη του ευρώ. Ωστόσο, όλη αυτή η πολιτική δεν μπορεί να συνεχιστεί επ αόριστο. Εάν όμως προέκυπτε μια πολιτική κατάσταση παραδείγματος χάρη λόγω μιας νέας ιταλικής κυβέρνησης η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση του ευρώ στις κεφαλαιαγορές, τότε πάρα πολύ γρήγορα είτε με τη μορφή ευρωομόλογου, είτε με τη μορφή ενός ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, θα δημιουργούνταν ένα σύστημα ασφάλισης της πιστοληψίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Φυσικά όμως έχετε δίκιο. Στον επόμενο ενάμιση χρόνο, μέχρι τις επόμενες ευρωεκλογές, τόσο το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, όσο και το Σοσιαλδημοκρατικό, οι Πράσινοι αλλά και η Αριστερά πρέπει να δείξουν πως έχουν προτάσεις οι οποίες είναι υπέρ της Ευρώπης, υπέρ του ευρώ και οι οποίες είναι επίσης δημοφιλείς μεταξύ του εκλογικού σώματος. Σε διαφορετική περίπτωση όντως, το κόμμα της λαϊκιστικής δεξιάς η Εναλλακτική για την Γερμανία, θα κερδίσει επιρροή και αυτό είναι μία πρόκληση και για τη νέα γερμανική κυβέρνηση.
Το ζήτημα είναι ότι στη Γερμανία δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική ενάντια στη γερμανική πολιτική. Αυτό μπορεί να γίνει στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελλάδα ή στην Ισπανία, δηλαδή να ειπωθεί πως η Γερμανία κυριαρχεί στα πάντα.
Στη Γερμανία πρέπει να δραστηριοποιηθούμε οι ίδιοι και πολλά από αυτά που είπα στην ομιλία μου στο ινστιτούτο Γκαίτε, θα τεθούν στην ημερήσια διάταξη όχι τόσο επειδή πρόκειται για αριστερές εναλλακτικές λύσεις, αλλά επειδή από ότι φαίνεται δεν υπάρχει κάποια εναλλακτική στρατηγική ούτε στο συντηρητικό πολιτικό φάσμα
Ερ: Πολλοί πιστεύουν ότι ο νέος μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία θα είναι το τέλος του SPD όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Συμφωνείται με αυτή την άποψη; Γιατί το SPD δείχνει τέτοια αποστροφή για το κόμμα σας;
Α.Τ.:Είναι δύο πολύ διαφορετικές ερωτήσεις, αρχίζω με την πρώτη. Δεν είμαι και τόσο απαισιόδοξος. Πιστεύω πως το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα θα αναπτύξει στρατηγικές για να δείξει πως έχει εναλλακτικές λύσεις. Ιδίως μετά από τις ευρωεκλογές πιστεύω πως μπορεί να δημιουργήσει μία σύγκρουση εντός του μεγάλου συνασπισμού όσων αφορά, δύο - τρία θεματικά πεδία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Είναι επίσης πιθανό να προκαλέσει μία κυβερνητική κρίση σε δύο χρόνια περίπου και να προκαλέσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Σε αυτές τις εκλογές θα κατέβαινε ως το προοδευτικό κομμάτι της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης
Όσων αφορά τη σχέση μεταξύ Σοσιαλδημοκρατίας και Αριστεράς, προσωπικά ανήκω σε αυτούς που πάντοτε τάσσονταν υπέρ μιας συνεργασίας των κομμάτων, επίσης μαζί με τους Πράσινους. Γι αυτό και πριν από οχτώ χρόνια ήδη, ήμουν συνιδρυτής του Ινστιτούτου Αλληλέγγυας Νεωτερικότητας στο οποίο συμμετέχουν με αυτό το στόχο πολιτικοί και από τα τρία κόμματα.
Τώρα αν πάρει κανείς την Γκεζίνε Σβάν (βουλευτής του SPD) και τον Άξελ Τρόοστ, εμείς οι δύο πιστεύω πως θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε μία σύμβαση δημιουργίας κυβερνητικού συνασπισμού μέσα σε μία νύχτα. Πάρα ταύτα οι σχέσεις μεταξύ των δύο κομμάτων είναι δύσκολες, ίσως επίσης επειδή από το SPD κοιτά κανείς πολύ συχνά προς την κατεύθυνση του κυρίου Λαφοντέν τον οποίο και θεωρούν προδότη.
Επίσης και στα δύο κόμματα υπάρχουν ρεύματα τα οποία μάλιστα έχουν δύναμη, τα οποία δεν θέλουν συνεργασία και την παρακωλύουν. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι εντός των επόμενων τεσσάρων ή πέντε ετών θα είναι δυνατόν να ενταθεί η συνεργασία των δύο κομμάτων. Επίσης σε επίπεδο κρατιδίων όπου υπάρχουν ήδη συμμαχίες στις οποίες μπορούν να προστεθούν κι άλλες.
Στη Γερμανία είναι πλέον σαφές ότι δεν πρόκειται να ξαναυπάρξει μία πλειοψηφία για μία συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων ούτε αριθμητικά από τα εκλογικά αποτελέσματα, ούτε όσων αφορά το περιεχόμενο των πολιτικών προγραμμάτων. Γι αυτό και πιστεύω πως η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία θα συνειδητοποιήσουν ότι μόνο με συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων μπορεί να υπάρξει μία διαφορετική πολιτική για τη Γερμανία η οποία θα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος
Ερ: θα σας αναφέρω τέσσερις φράσεις που δίνουν μια αίσθηση της αλλαγής στην γερμανική πολιτική και στο όραμά της ξεκινώντας από τη δεκαετία του 70.
Κάποτε ρώτησαν τον πρόεδρο Γκούσταβ Χάινεμαν “αν αγαπάει τη Γερμανία” και αυτός απάντησε: “εγώ αγαπάω τη γυναίκα μου”. Ο καγκελάριος Βίλι Μπραντ κάποια στιγμή είχε πει, “ας τολμήσουμε περισσότερη δημοκρατία, αστική δημοκρατία με περισσότερα δικαιώματα στους πολίτες και ιδιαίτερα στις μειοψηφίες”.
Στην πιο πρόσφατη ιστορία, ο πρώην πρόεδρος της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ είπε κάποια στιγμή: “αρκετά τιμωρηθήκαμε για το Τρίτο Ράιχ, καιρός να αποκτήσουμε αυτοπεποίθηση, γιατί αλλιώς δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο” ενώ η κυρία Μέρκελ είχε μιλήσει για “μια δημοκρατία στην υπηρεσία των αγορών.”
Πως φτάσαμε από την ανοιχτή κοινωνία του Βίλι Μπράντ και του Γκούσταβ Χάινεμαν στην επιστροφή της Ακροδεξιάς και στο Υπουργείο Πατρίδας (Πρόσφατα το υπουργείο εσωτερικών μετονομάστηκε σε υπουργείο Εσωτερικών, Πατρίδας και Υποδομών);
Α.Τ.:Aς αρχίσουμε από το υπουργείο Πατρίδας. Σε ένα λογοπαίγνιο το μπερδεύω λίγο με ένα Μουσείο Πατρίδας.
Πιστεύω πως δεν πρέπει να υπερεκτιμήσουμε την ύπαρξη του υπουργείου αυτού, πρόκειται σαφώς για ένα δώρο στους Χριστιανοκοινωνιστές έτσι ώστε αυτοί να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση συνασπισμού.
Επίσης αποσκοπεί στο να αποσπάσει την προσοχή από το ότι το Υπουργείο Οικονομικών πέρασε στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να κάνει αυτή την επιλογή αποδεκτή τόσο από τους Χριστιανοδημοκράτες όσοι και από τους Χριστιανοκοινωνιστές.
Τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες ο νεοφιλελευθερισμός έχει ενισχυθεί κατά πολύ, το οποίο σημαίνει ότι η πολιτική όλων των χωρών είναι πάνω-κάτω προσανατολισμένη με βάση αυτόν.
Τώρα επειδή αναφερθήκατε σε μεγάλα ονόματα της γερμανικής πολιτικής εγώ προσωπικά θα έθετα το επίκεντρο της προσοχής διαφορετικά.
Τώρα αν διατυπώσουμε θεωρητικά το ερώτημα, ποια είναι η κληρονομιά που θέλει να αφήσει η κυρία Μέρκελ, ποια θέλει να είναι υστεροφημία της μπορούμε να προσανατολιστούμε σε καγκελάριους περασμένων εποχών. Είχαμε τον Κόνραντ Αντενάουερ ο οποίος τάχθηκε υπέρ της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Τον Βίλι Μπράντ ο οποίος τάχθηκε υπέρ της επέκτασης προς ανατολάς και τη σύναψης συνθηκών με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Παράλληλα προώθησε περισσότερη δημοκρατία.
Είχαμε τον Χέλμουτ Κολ ο οποίος επέφερε την επανένωση της Γερμανίας.
Αν εξετάσουμε την περίπτωση της κυρίας Μέρκελ θα δούμε ότι δεν έχει και πολλά. Οπότε υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν ότι στα τελευταία τέσσερα χρόνια της θητείας της θα προσπαθήσει να γίνει η καγκελάριος της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπέρ αυτού συνηγορεί επίσης ότι δεν έχει κάποια άλλα πεδία πολιτικής στα οποία έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες.
Αυτό ενέχει σίγουρα μία ευκαιρία τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Εάν θελήσει να ασκήσει μία πολιτική αποδεκτή από όλους. Δεν γνωρίζουμε εάν αυτό θα συμβεί και βέβαια αυτό θα ήταν προς το συμφέρον όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της Γερμανίας. Και όχι μόνο προς συμφέρον της Αριστεράς αλλά επίσης της γερμανικής οικονομίας η οποία εξαρτάται καθολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.