Το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου 1989, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, ο Γκίντερ Σαμπόφσκι, μέλος του πολιτικού γραφείου του σοσιαλιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, ανακοίνωσε την απόφαση της ηγεσίας του, να επιτρέψει τα ταξίδια στους πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας προς τη Δύση. Στην ερώτηση κάποιου δημοσιογράφου, από πότε ισχύει ο κανονισμός της ελεύθερης μετακίνησης, άρχισε να μασάει τα λόγια του καταλήγοντας με ένα “ εεε... νομίζω, αμέσως.” Δημιουργήθηκε φασαρία, ανακατωσούρα, ανασφάλεια και άρχισαν τα γέλια. Κάποιοι μίλησαν για «σαλάτα α λα Σαμπόφσκι»...
Ο Τάκης Τουλιάτος ζούσε τότε ήδη, αρκετά χρόνια στο Δυτικό Βερολίνο, έχοντας βρει εκεί τον προορισμό της ζωής του και μια ιδανική κοινωνία όπου μπορούσε να ζήσει όπως ήθελε. Βραβευμένος σκηνοθέτης και συγγραφέας, εργάστηκε στο παρελθόν και για την γερμανική τηλεόραση, τα τελευταία χρόνια ζει στην Ελλάδα καθώς όπως λέει, μετά την πτώση του τείχους η πόλη των ονείρων του άρχισε να παρακμάζει μέχρι που “χάθηκε ολοκληρωτικά.” Τη νύχτα που άνοιξε το τείχος, αλλά και για πολλές νύχτες που ακολούθησαν ο Τουλιάτος βρισκόταν εκεί ζώντας καθημερινά την μεγάλη αλλαγή της πόλης, αλλά και της ζωής του.
Για να πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή ας επιστρέψουμε στον Σαμπόφσκι και στην επεισοδιακή εκείνη συνέντευξη τύπου, όπως τη θυμάται ο Τάκης Τουλιάτος.
“Λίγο μετά την ολοκλήρωσή της συνέντευξης, το πρώτο πρόγραμμα της δημόσιας τηλεόρασης της Δυτικής Γερμανίας μετέφερε στις βραδινές ειδήσεις τη “σαλάτα του Σαμπόφσκι” σαν επίσημη ανακοίνωση της ηγεσίας της Ανατολικής Γερμανίας, οπότε και οι πολίτες της, που άκουσαν τις ειδήσεις, δεν περίμεναν πολύ και ξεχύθηκαν στους δρόμους με κατεύθυνση τη Δύση. Με τα αυτοκίνητα τους, μηχανάκια, ποδήλατα και με τα πόδια.”
Ο Τάκης Τουλιάτος με απόκομμα εφημερίδας όπου διακρίνεται η φωτογραφία από τη δολοφονία ενός νεαρού στο Δυτικό Βερολίνο κατά τη διάρκεια επεισοδίων για την επίσκεψη του Σάχη το 1967. Πηγή CNN Greece/ Κώστας Πλιάκος
Το βράδυ της πτώσης
Εκείνο το βράδυ συνέβη αυτό που εύχονταν και περίμεναν πολλοί από τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας ήδη από το 1961, τη χρονιά που χτίστηκε το τείχος.
Από τις αρχές του φθινοπώρου, οι διαδηλώσεις στη Δρέσδη και στη Λειψία αποκτούσαν περισσότερο όγκο και σε κάποιες περιπτώσεις, έφτασαν μέχρι μισό εκατομμύριο.
“Στις αρχές Νοεμβρίου σε μια συγκέντρωση στο Ανατολικό Βερολίνο βρέθηκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι” λέει ο κ. Τουλιάτος. “Είχε καλυφθεί όλη η Αλεξάντερπλατς μαζί και οι γύρω δρόμοι. Είχε οργανωθεί με πρωτοβουλία καλλιτεχνών από το σωματείο των εργατών θεατρικής σκηνής, η οποία είχε επιτραπεί από την αστυνομία. Ήταν Κυριακή 4 Νοεμβρίου, ήμουνα στα γραφεία της δημόσιας τηλεόρασης του Δυτικού Βερολίνου και θυμάμαι, την ανησυχία των δυτικών, μήπως οι συγκεντρωμένοι, που θεωρούνταν αντικαθεστωτικοί συμβιβαστούν με το καθεστώς για “έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.” Η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ είχε επηρεάσει πολύ και τους Ανατολικογερμανούς.
Για μια τέτοια προοπτική είχαν μιλήσει πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, π.χ. η σημαντική μορφή της γερμανικής, σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, Κρίστα Βολφ, ο Χάϊνερ Μίλερ θεατρικός συγγραφέας με παγκόσμια ακτινοβολία και ο Ούλριχ Μίε, αγαπητός ηθοποιός, αργότερα πρωταγωνιστής στην ταινία «οι ζωές των άλλων» και ο κόσμος δεν τους είχε αποδοκιμάσει.”
Έτσι ήλθε και η στιγμή του Σαμπόφσκι την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου το απόγευμα που με τη “σαλάτα του” έδωσε το σύνθημα το τείχος να πέσει. Και μπορεί λίγο πολύ να το περίμεναν, όμως κανείς δεν περίμενε μια τόσο πολύ σημαντική στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, να ήταν προϊόν μιας σύγχυσης, μιας ειδησεογραφικής “σαλάτας.”
Ένας πρώην πράκτορας της Στάζι άνοιξε την πύλη
“Η σύγχυση παρά λίγο να εξελιχτεί σε τραγωδία, αν αναλογιστεί κανείς τα γεγονότα στην πύλη Μπορνχόλμερ στράσε”, θυμάται ο Τάκης Τουλιάτος. “Εκεί είχαν μαζευτεί 20.000 πολίτες για να περάσουν τα σύνορα, όμως , η διαταγή για να ανοίξει το τείχος δεν ερχόταν και τελικά η τραγωδία αποφεύχθηκε χάρη στη διαταγή που δόθηκε από τον επικεφαλής της ομάδας φρούρησης ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία και άνοιξε την πύλη. Αργότερα μάθαμε ότι ο αξιωματικός ήταν ένας συνταξιούχος της Στάζι πιστός στο κόμμα.
Έτσι χιλιάδες κόσμου πέρασε, πανηγυρίζοντας στο Δυτικό Βερολίνο, όπου τους περίμεναν μπανάνες... Τσαμπιά μπανάνες. Στην κυριολεξία. Τα βαστούσαν Δυτικοβερολινέζοι και τα πρόσφεραν στους αδελφούς Ανατολικούς, σαν κίνηση καλωσορίσματος αλλά και ταπείνωσης, καθώς οι μπανάνες στην Ανατολική Γερμανία συνιστούσαν κάτι σαν απαγορευμένο καρπό...”
Φωτογραφίες από το μνημείο του τείχους στην Μπερνάουερ Στράσε. Πηγή CNN Greece/ Κώστας Πλιάκος
Το Δυτικό Βερολίνο ήταν μια κοινωνία μοναδική στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι αποτελούσε μια καπιταλιστική νησίδα στην καρδιά του κομμουνισμού, σήμαινε ότι έπρεπε όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενισχυθεί ώστε να θυμίζει κάθε στιγμή στην Ανατολική Ευρώπη “τα καλά του καπιταλισμού” που είναι σε απόσταση μιας ανάσας. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας προκειμένου να δώσει κίνητρα σε δυτικογερμανικούς να μετακομίσουν στο Δυτικό Βερολίνο και στους Δυτικοβερολινέζους να παραμείνουν στην πόλη, ψήφισε μια σειρά από νόμους που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων επιδόματα για τα ζευγάρια, απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία, καλύτερους μισθούς, πιο γενναιόδωρη κοινωνική πρόνοια κ.α.
Όλα αυτά τα μέτρα ελήφθησαν καθώς μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας το Δυτικό Βερολίνο ερήμωσε από επιχειρήσεις, χιλιάδες έμειναν χωρίς δουλειά, ένα εκατομμύριο κάτοικοι του μετακόμισαν σε πόλεις της Δυτικής Γερμανίας και οι κάτοικοί που έμειναν ζούσαν με το φόβο ότι μπορεί κάποια στιγμή το Δυτικό Βερολίνο να δεχθεί επίθεση από τους Ανατολικούς και να καταληφθεί μέσα σε λίγες ώρες. ή να ξαναζήσουν την τραυματική εμπειρία του αποκλεισμού του 1948.
Η προπαγάνδα ήταν πάντοτε παρούσα
“Αυτόν τον φόβο, και μέσα στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου και της αντικομουνιστικής αγωγής, η κυβέρνηση της Βόννης τον ενίσχυε με κάθε τρόπο” θυμάται ο Τάκης Τουλιάτος. “Ψυχρός πόλεμος, αντικομουνιστική αγωγή και εδώ είχαμε κάτι παράδοξο: Ενώ η κυβέρνηση της Βόννης από τη μια καλλιεργούσε το φόβο, που οδηγούσε φυσιολογικά στην εγκατάλειψη της πόλης, την ίδια στιγμή πρόσφερε τα κίνητρα ώστε οι κάτοικοι να μη φεύγουν.
Φοιτητές και νέοι που ήλθαν στην πόλη για να αποφύγουν τη θητεία τους στο δυτικογερμανικό στρατό, ή εκείνοι που ήλθαν κινούμενοι από τα οικονομικά οφέλη, και αυτοί νέοι στην πλειοψηφία τους, αλλά ιδιαίτερα εκείνοι οι νέοι και νέες από παντού στον κόσμο, που για διαφόρους λόγους «ανεπαισθήτως βρέθηκαν από τα Τείχη έξω», ή και όχι ανεπαισθήτως, βρήκαν στο τείχος του Δυτικού Βερολίνου το κατάλληλο τοπίο όπου καθένας μπορούσε να βιώσει τον εαυτό του όσο έντονα άντεχε.
Να ξεδώσει με τον δικό του προσωπικό τρόπο, με σύνεση και μέτρο, ή με τρέλα, εναλλακτικά ή συμβατικά, σαν παραγνωρισμένος ποιητής, ή γενικά παρεξηγημένος καλλιτέχνης, ταλαιπωρημένος από την οικονομική ανέχεια, όμως πάντα προστατευμένος στην ανωνυμία της μεγαλούπολης, που σαν χώρος ο οποίος περιοριζόταν από το τείχος, σου έδινε την αίσθηση πως και δύσκολο ήταν μέσα στην ανωνυμία να χαθείς και πανεύκολο να βρεις τους ομοίους σου, αφού η πόλη ήταν ένα χωνευτήρι διαφορετικών απόψεων, πολιτικών, ιδεολογικών, αισθητικών και πρακτικών.
Όλοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι δημιούργησαν στο Δυτικό Βερολίνο έναν πολιτισμό ανεκτικότητας με την έννοια του σεβασμού του διαφορετικού και της πολυπολιτισμικότητας, όχι σαν θρησκευτικό ή ιδεολογικό πρόσταγμα αλλά σαν αυτονόητο συστατικό μιας ανθρώπινης κοινωνίας.”
Το σημείο όπου ήταν χτισμένο το τείχος στην Μπερνάουερ Στράσε. Πηγή CNN Greece/ Κώστας Πλιάκος
Η πτώση έφερε και απώλειες
Ο ενθουσιασμός για την πτώση του τείχους πολύ γρήγορα έδωσε τη θέση του στον προβληματισμό σε αρκετούς στη Δυτική Γερμανία, και σε πολύ περισσότερους στο Δυτικό Βερολίνου που είδαν την κοινωνία στην οποία ζούσαν και είχαν συνδιαμορφώσει, να αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς
“Θυμάμαι τον Σίρμαχερ, εκδότη της εφημερίδας Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε, την κατεξοχήν εφημερίδα της μεγαλοαστικής Γερμανίας, ο οποίος είχε κάπως ενοχλήσει μέσα στον ενθουσιασμό που επικρατούσε,” λέει ο κ. Τουλιάτος. “Είχε πει να μην ξεχνάμε πως με την επανένωση χάσαμε τη Δυτική Γερμανία, και θα την αποζητήσουμε. Εννοούσε ένα κράτος πρόνοιας και δικαίου, πρότυπο στην Ιστορία, το οποίο υπερτερούσε σε όλα τα σημεία του σημερινού κράτους της επανένωσης.
Για μένα χάθηκε όμως επίσης και η Ανατολική Γερμανία, ένα κράτος υπαρκτού σοσιαλισμού με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές υποδομές, αλλά που με την εφαρμογή μιας περεστρόικας και γκλάσνοστ, που πολλοί την ήθελαν, θα μπορούσε να γίνει πιο ελεύθερη, πιο ελκυστική.
Αυτό όμως που με αφορούσε περισσότερο και προσωπικά ήταν ότι χάθηκε το Δυτικό Βερολίνο, μια επικράτεια ιδιαίτερα ελκυστική για νεώτερους ανθρώπους από όλα τα σημεία του κόσμου, μια μητρόπολη της πολυπολιτισμικότητας και ανεκτικότητας, η Μέκκα του Punk και του πρωτοποριακού Underground, ένας παράδεισος για τα λεγόμενα «πουλιά του παραδείσου», όπως αποκαλούσαν νέους στο περιθώριο της αστικής κοινωνίας, που αν δεν έπαιρναν το κοινωνικό επίδομα, δούλευαν δυο φορές την εβδομάδα και ζούσαν εφτά, που ένα αυτοκίνητο το χρησιμοποιούσαν δυο ή τρεις ή παραπάνω και όλο αυτό ήταν κάτι το φυσιολογικό.
Την ίδια νύχτα που έπεσε το τείχος, σχεδόν την ίδια νύχτα το ίδιο το Δυτικό Βερολίνο μαζί το underground του εξαφανίστηκε.”
Το κόστος της απώλειας
Μιλάω σχεδόν δύο ώρες με τον Τάκη Τουλιάτο για το Βερολίνο πριν την πτώση του τείχους και μου δίνει μια βιωματική διάσταση των γεγονότων και όσων ακολούθησαν που ποτέ ως τώρα δεν είχα ακούσει. Το βίωμα μιας γενιάς ανθρώπων που στο Δυτικό Βερολίνο είχαν βρει την Ιθάκη τους και που μέσα σε μία νύχτα την έχασαν. Μιας γενιάς ανθρώπων οι οποίοι ζούσαν περικυκλωμένοι από ένα τείχος και παραδόξως αυτό το τείχος ήταν που προστάτευε τον τρόπο ζωής τους. Ένα τείχος ήταν “η ελευθερία τους”.
Βέβαια για τους ανθρώπους της άλλης πλευράς, όχι όλους, δεν ήταν παρά ένα μισητό σύμβολο που τους στερούσε την ελευθερία.
Πολιτική συγκέντρωση στο Δυτικό Βερολίνο έξω από το Ράιχσταγκ στη δεκαετία του '80. Πηγή: Κώστας Πλιάκος
-Πως νιώσατε όταν έπεσε το τείχος;
“Πριν μέρες είδα στην τηλεόραση μια ρουμανική ταινία, όπου η πρωταγωνίστρια λέει κάποια στιγμή, «αν αγαπάς έναν τόπο, γίνεσαι μέρος του.»
Το ότι ζούσα σε μια καπιταλιστική νησίδα καταμεσής του υπαρκτού σοσιαλισμού - αυτό ήταν το Δυτικό Βερολίνο - ήταν για μένα κάτι μοναδικό και μ΄ άρεσε. Την αγάπησα τη νησίδα. Και μου συνέβαινε το επίσης περίεργο, που ενώ η παρουσία του τείχους γύρω από τη νησίδα προκαλούσε γενικά ένα αίσθημα αποκλεισμού και κατάθλιψης, σε μένα πρόσφερε ένα αίσθημα ελευθερίας και ευθυμίας. Με το τείχος να με περιβάλλει, ένιωθα ασφαλής και ελεύθερος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου και όσο πουθενά αλλού στον κόσμο.
Εξ άλλου είχα και τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνω όποτε ήθελα. Και ούτε που μ’ ένοιαζε αν ήταν «τείχος της ντροπής», όπως το ήθελε η Δύση, ή «αντιφασιστικό ανάχωμα», όπως το ήθελε η Ανατολή. Εγώ το ένιωθα απλώς σαν ένα προνόμιο, αφού η παραμονή μου εκεί με έκανε κομμάτι μιας παγκόσμιας συνεύρεσης από χιλιάδες νέους και νέες, που απρόθυμοι να προσαρμοστούν στον τόπο τους σε μια πραγματικότητα αντίθετη και εχθρική στις προσδοκίες τους, βρήκαν στο Δυτικό Βερολίνο το κατάλληλο τοπίο όπου καθένας μπορούσε να βιώσει τον εαυτό του όσο έντονα άντεχε.
“Δεν θέλουμε εδώ τουρίστες”
«Το Δυτικό Βερολίνο δεν είναι απλώς μια μεγαλούπολη με ένα τείχος γύρω γύρω, που μπορεί να την κάνει ενδιαφέρουσα για τουρίστες, είναι τρόπος, είναι άποψη. Και όποιος δεν το καταλαβαίνει καλύτερα να του δίνει, δεν θέλουμε εδώ τουρίστες». Αυτά μου είχε πει ο Βόλφγκανγκ Z. με ήρεμη φωνή και νηφάλιο ύφος, ένας από τους νέους που είχαν έλθει στο Δυτικό Βερολίνο, για να αποφύγουν τη θητεία τους στο στρατό.
Ύστερα από λίγο καιρό με διαβεβαίωνε, πως το Δυτικό Βερολίνο ήταν ο μόνος τόπος στον κόσμο που θα υπερασπιζόταν με όλα τα μέσα, ακόμη και με πόλεμο. Κατάλαβα τότε πως δεν είχα να κάνω με κάποιον κοινό πασιφιστή, που απέφυγε τη θητεία του στον στρατό από εναντίωση στον πόλεμο, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι, αλλά επειδή διαφωνούσε με τις αξίες που θα ήταν υποχρεωμένος να υπερασπιστεί σαν στρατιώτης του δυτικογερμανικού στρατού.
Πέφτοντας λοιπόν το Τείχος ένιωσα να χάνεται το Δυτικό Βερολίνο σαν τρόπος, σαν άποψη που ένιωθα μέρος της και φεύγοντας το όλο, τι σου απομένει σαν μέρος του όλου...
Να ψάξεις για άλλον τόπο να αγαπήσεις; Δεν είναι τόσο απλό."
Πολιτική συγκέντρωση στο Δυτικό Βερολίνο έξω από το Ράιχσταγκ στη δεκαετία του '80. Πηγή: Κώστας Πλιάκος
Ακολουθεί απόσπασμα - προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Τάκη Τουλιάτου “Berlin Berlin”
που θα κυκλοφορήσει σε μερικές ημέρες από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη
ERICH MÜHSAM
....Mα, επιτέλους τι άλλο να έκανα: κουστούμι φορούσα, αγγλική φανέλα σε γκρι ανοιχτό, κλασικό και σε πολύ καλή κατάσταση, αφού είχε δρόμο ακόμη μέχρι να κλείσει εφταετία, τα παπούτσια μου λάμπανε, αφού το είχα εμπεδώσει πια πως στην εικόνα των παπουτσιών του εστιάζουν Γερμανοί και Γερμανίδες την ποιότητα του ατόμου που έχουν απέναντί τους, ουδέποτε είχα αμελήσει το φρέσκο ξύρισμα, και τα μακριά μαλλιά ήταν στο μεταξύ κανόνας – τότε τι στο καλό ήταν εκείνο που χρόνια τώρα τους έκανε να με αγνοούν, για να μην πω να με αποφεύγουν συστηματικά; Τους τουρίστες εννοώ. Τους τουρίστες εκεί μπροστά στον Ράιχσταγκ.
Που άλλοι από αυτούς αγνοούσαν και άλλοι απέφευγαν επιδεικτικά τις βουβές εκκλήσεις μου να δεχτούν επιτέλους εμένα, εμένα προσωπικά, να τους κατατοπίσω στην πόλη που ένιωθα δική μου και να μου επιτρέψουν αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία;
Εγώ φταίω λοιπόν που τους απεχθάνομαι;
Που, αν και άνθρωποι κι αυτοί στο κάτω της γραφής, τους απεχθάνομαι ολοκληρωτικά; Ώστε τις προάλλες, που άκουσα τον Έλληνα πρωθυπουργό να θριαμβολογεί, επειδή εφέτος προμηνύεται χρονιά ρεκόρ τουριστικής κίνησης στη χώρα, ανατρίχιασα, αφού η ύπαρξη των έντεκα εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα εξαρτάται κατά είκοσι τουλάχιστον τοις εκατό από τις διαθέσεις βολεμένων (παρά τρίχα να έγραφα «βλαμμένων») μικροαστών, οι οποίοι ύστερα από έντεκα μήνες βαριεστιμάρας και αποχαύνωσης εξορμούν με όλα τα μέσα προς αναζήτηση και αγορά (στην καλύτερη δυνατή τιμή, εννοείται) λίγης περιπέτειας, λίγης έμπνευσης, λίγου στοχασμού, λίγου πάθους!
Και τι παράξενο συνέβη εκείνη την ημέρα, αλήθεια, τι απροσδόκητο και τι θαυματουργό, που, εξαντλημένος από την απάνθρωπη συμπεριφορά τους είχα στηρίξει τους αγκώνες μου στο τιμόνι του ποδηλάτου μου και κοίταζα στα μαύρα νερά του Σπρέε εκεί πλάι στον Ράιχσταγκ, μια στα μαύρα, νωθρά νερά του ποταμού, μια στο Τείχος κατά μήκος της απέναντι όχθης με τους οπλισμένους φύλακες και τα λυκόσκυλα, μια στις τρύπες από τα «Stalinorgel», που είχαν στους τοίχους του Ράιχσταγκ την απαλλαγή του κόσμου από τον Χίτλερ ανεξίτηλα (έτσι πίστευα) σμιλέψει, και είχα λοιπόν μπροστά μου ένα οικείο «Dada» μοναδικής εκφραστικότητας και εκρηκτικής ακρίβειας, που ακόμη και ένας Hieronymus Grosz θα ζήλευε και ένας Χούγκο Μπαλ, ή ο ίδιος ο Χάρτφιλντ, και ο Τρίσταν Τζαρά μα και οι άλλοι από το Cabaret Voltaire, και ήταν τόσο ζωντανό, που κάθε μέρα το΄βλεπα σαν καινούργιο, κάθε μέρα...
Το μνημείο του τείχους με ότι έχει απομείνει από αυτό, στην Μπερνάουερ Στράσε. Πηγή CNN Greece/ Κώστας Πλιάκος
Τι το παράξενο συνέβη εκείνη την ημέρα, αναρωτιέμαι ακόμη και σήμερα χωρίς να έχω απάντηση, και από το τσούρμο των τουριστών που ξεφόρτωσε το λεωφορείο, μέρος του ίδιου «Dada» κι αυτοί προφανώς, ξεχώρισε ένα ζευγάρι που με πλησίασαν και που ο άντρας με ρώτησε, αν ήμουν κατατοπισμένος σχετικά με την πόλη, αν την ήξερα καλά, και που εγώ ξαφνιάστηκα διπλά, μια για το περιεχόμενο της ερώτησης και μια που η ερώτηση έγινε σε μένα!
Ήταν γύρω στα τριάντα και οι δυο, και με ξάφνιασαν που ήταν τόσο άμεσοι. Που θα πει πως ήταν σίγουροι για την επιλογή τους για μια ξενάγηση άλλου είδους στην πόλη. Εγώ έστρεψα το κεφάλι μου δεξιά, αριστερά και πίσω, βεβαιώθηκα πως σε μένα είχε πράγματι απευθυνθεί ο άγνωστος άντρας, και πριν του απαντήσω οτιδήποτε, η γυναίκα πλάι του με ρώτησε με την ίδια αμεσότητα πώς πάει κανείς στο Νεκροταφείο Dahlem.
Ήταν μια γυναίκα που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε οποιαδήποτε δυτικογερμανική κωμόπολη είτε στο τραμ να πηγαίνει πρωί πρωί και στην τρίχα συγυρισμένη στη δουλειά της, είτε απόγευμα σε κάποιον πεζόδρομο, να ψάχνει τα μαγαζιά για κάτι μετρημένο και σε καλή τιμή. Και όσο για τον άντρα, ούτε μακρυμάλλης ήταν, ούτε γένια και μακριά μουστάκια είχε, ούτε αμπέχονο φορούσε με το Αραφάτ-κασκόλ στο λαιμό, ούτε χιλιοφορεμένο τζιν και φαγωμένα αθλητικά παπούτσια, πουθενά σκουλαρίκια, ούτε στα αυτιά, ούτε στη μύτη, ούτε στα χείλη, ή στη γλώσσα, και έτσι, δεν είχα λόγο να ρωτήσω, αν, στο νεκροταφείο Dahlem, όπου πήγαιναν, είχαν μαζί τους πέτρες και κόκκινο κρασί. Και όμως: και πέτρες είχαν μαζί τους και κόκκινο κρασί. Μέσα σε μια τσάντα από κάνναβη, τη βαστούσε η γυναίκα.
Δέχτηκαν να πάω μαζί τους.
Δέχτηκαν λοιπόν να πάω μαζί τους, και στο λεωφορείο, που ρώτησα τι ζητούσαν εκεί στο νεκροταφείο Dahlem, ο άντρας έσκυψε και μου μίλησε με σιγανή φωνή, να μην ακουστεί από άλλους: «περιοχή 015-479, τμήμα 2Α-144». «Αχα», είπα από μέσα μου, αφού αυτό είναι το σημείο στο νεκροταφείο όπου βρίσκεται το μνήμα του Erich Mühsam. Και ένιωσα δικαιωμένος που είχα ανέκαθεν συνδέσει την ύπαρξη του νεκροταφείου Dahlem με την εξυπηρέτηση των φίλων του ποιητή. Γιατί εκεί πήγαιναν οι δυο τους, στο μνήμα του αναρχικού ποιητή Erich Mühsam πήγαιναν, που Ναζί είχαν δολοφονήσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Oranienburg το ’34. Πήγαιναν να τιμήσουν τη μνήμη του. Και η μεν εβραϊκή παράδοση, που ο Εβραίος Mühsam δεν σεβόταν και πολύ, απαιτούσε σε τέτοιες περιπτώσεις πέτρες, ο δε ποιητής για τη δική του περίπτωση κόκκινο κρασί.
Ήταν λίγο μετά τις εφτά το βράδυ, όταν η γυναίκα έσκυψε και απίθωσε τις πέτρες μαλακά πάνω στο μνήμα, και ύστερα έκλεισε τα μάτια για να ακούει πιο καλά τον άντρα της, που κίνησε να μιλάει στον ποιητή. Mε φωνή που ήθελε κόπο, να μην τρέμει:
«Τέτοια ώρα ήρθαν και σε πήραν. Σε πήγαν στον διοικητή του στρατοπέδου και άρχισαν εκεί το ξυλοκόπημα. Σε χτυπούσαν όλη νύχτα σαν λυσσασμένοι.
Τα ξημερώματα σταμάτησε η καρδιά σου να χτυπάει, και εκείνοι συνέχισαν τις κλωτσιές στο πεθαμένο σου κορμί. Σε έγδυσαν και εξαφάνισαν τα αίματα. Σου φόρεσαν πλυμένα ρούχα φυλακισμένου, και το πρωί συγκρατούμενοί σου σε βρήκαν στην τουαλέτα κρεμασμένο. Κανείς δεν πίστεψε το ψέμα της αυτοκτονίας. Το είχαν εφεύρει για να εξαπατήσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη. Η παγκόσμια κοινή γνώμη τούς εμπόδισε να απαγορεύσουν να θαφτείς στο νεκροταφείο Dahlem και να σ’ έχουμε τώρα κοντά μας. Σε σκότωσαν από μίσος, ταϊσμένο από τη ζήλια του μικροαστού, που δεν μπορούσε να γίνει αυτό που έβλεπε πως ήσουν εσύ, γιατί αυτό που εσύ ήσουν ήταν το κανονικό».
Η γυναίκα έσταξε μερικές σταγόνες κρασί στον τάφο, γέμισε τρία χάρτινα ποτήρια που έβγαλε από την τσάντα της και ήπιαμε βουβοί. Ύστερα έβγαλε και μια φυσαρμόνικα, σκούπισε τα χείλη της και έπαιξε έναν γρήγορο ρυθμό, που θύμιζε εισαγωγή χαρωπού νούμερου σε τσίρκο. Και ύστερα τραγούδησε σε μια μάλλον δική της, αυθόρμητη μελωδία: «Und wenn ein Jahr verflossen / dann / die ihr lauft und die ihr hinkt / Zechbrüder und Genossen der Tag / sei froh begossen...»
Στον δρόμο προς την έξοδο συναντήσαμε τον φύλακα του νεκροταφείου, πήγαινε να μαζέψει τις πέτρες από το μνήμα· Ήπιε ένα ποτήρι μαζί μας και μας είπε πως ήταν κυρίως παλιοί αγωνιστές από τις διεθνείς ταξιαρχίες που πολέμησαν τον Φράνκο πλάι στους δημοκρατικούς Ισπανούς που τα τελευταία χρόνια έρχονταν με πέτρες και κρασί στο μνήμα. Ακόμη μας είπε πως αυτοί έρχονταν κάθε χρόνο στις 9 προς 10 Ιουλίου, ημερομηνία που δολοφονήθηκε ο ποιητής, και πως ο ίδιος το έβρισκε πιο σωστό να έρχεται κανείς όποτε του καπνίσει. Και ο Mühsam έτσι θα το ’θελε, είπε στο τέλος.
Δεν ήταν αναρχικοί, ο δικηγόρος Κλάους και η λογίστρια Μόνικα από το Pforzheim, που ταξίδεψαν εξακόσια χιλιόμετρα με λεωφορείο μέχρι το Westberlin, ήταν η στάση του μποέμ Mühsam απέναντι στον ίδιο του τον θάνατο που τους άρεσε.
Να τι έλεγαν (περίπου) οι στίχοι του ποιητή, που τραγούδησε η Μόνικα:
«Κι όταν θα ’χει κλείσει χρόνος / τότε / εσείς που τρέχετε και σεις που κουτσαίνετε / αδέλφια πότες και συντρόφια / αυτήν τη μέρα μες στο κρασί / χαρούμενα μουσκέψτε...»
Συνέβη αρχές Νοεμβρίου του ’89, δυο τρεις μέρες ακόμη και το Τείχος θα έπεφτε, θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης, θα «μετακόμιζε» στα μυαλά των Γερμανών, ας το πει όπως θέλει ο καθένας, εμένα το ίδιο μου κάνει, αφού ή έτσι ή αλλιώς θα εξαφανιζόταν μαζί του και το Westberlin μου...